Τρίτη 16 Αυγούστου 2016
32. Ό γερο-Δανιήλ
"Ενας άλλος προχωρημένος στην κατά
Θεόν άρετή καί προκοπή ήταν στή Νέα Σκήτη ό γερο-Δανιήλ, ό όποίος άσκήτευε μέσα
στον μεγάλο πύργο πού έχει τό έκκλησάκι τής «Αγίας Άννης». Ήταν άπό τά μέρη τής
Κοζάνης. Αρχικά δούλευε ως εργάτης καί πρόθυμα βοηθούσε τούς πάντες. Αργότερα
έγινε μοναχός στην Καλύβη «Άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς».
Μία ζεστή μέρα τού Ιουλίου τόν έβαλαν νά
τακτοποιήσει τά οστά τών κεκοιμημένων πατέρων στο Κοιμητήρι τής Σκήτης. Άπό τή
ζέστη καί τόν πολύ κόπο κάθισε λίγο νά ξεκουραστεί καί τότε γύρισε μέ εύλάβεια
καί σεβασμό καί είπε στά όστά: «Άγιοι Πατέρες, δεν κάνετε κι έσεΐς καμμιά προσευχή
και μεσιτεία στον Θεό και γιά μάς τους αμαρτωλούς να σωθούμε οί ταλαίπωροι και
να βρούμε ελεος από τόν πανάγαθο Θεό; Όταν είπε αύτά, παραδόξως καί με θαυμαστό
τρόπο, ακούσε μια φωνή πού ερχόταν από τα οστά: «Καί βέβαια κάνουμε προσευχή,
μεσιτεία κι άκατάπαυστη δέηση στον Θεό, γιά να σωθείτε, άλλα αδελφέ, πώς είναι
δυνατόν νά σωθείτε, αφού σείς δέν θέλετε νά έχετε τις απαραίτητες προϋποθέσεις,
δηλαδή τήν ακακία, τήν ταπείνωση καί τήν αγάπη; Δέν ξέρετε από τήν Αγία Γραφή
ότι ό Θεός είναι άγάπη καί μισεί καί σιχαίνεται τόν έγωιστή καί μνησίκακο
άνθρωπο; Χωρίς άγάπη κανείς δέν σώζεταιόταν
Ό γερο-Παντελεήμων μέ τό γέροντά του
Συμεών, μοναχοί καί οί δύο, άπό πλανεμένη Ιδέα είχαν τελείως άποκοπεί άπό τήν
κοινή έκκλησία τού Κυριάκού καί άπό όλους τούς πατέρες τής Σκήτης. Φτάσανε στό
σημείο νά μιμούνται έναν άλλο παπαΓεδεών, πού ήταν κι αυτός πλανεμένος καί
άποκομμένος καί δέν επικοινωνούσε μέ τούς πατέρες καί τήν εκκλησία καί οί τρεις
αυτοί έκαναν λειτουργία στό σπίτι τους καί κοινωνούσαν τά Μυστήρια μόνοι τους.
Ό γερο-Δανιήλ. μέ τό διορατικό χάρισμα πού είχε άπό τόν Κύριο, έβλεπε τό σπίτι
εκείνων καί τήν έκκλησία τους νά είναι γεμάτα δαιμόνια πού χόρευαν γύρωγύρω καί
δέν έφευγαν μέ κανένα τρόπο.
Άλλοτε πάλι, όπως ό ίδιος έλεγε, όταν
έπιδιδόταν μέ θέρμη στήν προσευχή καί τή νήψη, πήγαιναν τά δαιμόνια γύρωγύρω
στόν Πύργο πού έμενε καί μέ μεγάλη μανία φώναζαν καί πίεζαν τόν γερο-Δανιήλ καί
τού έλεγαν νά φύγει άπ’ έκεί καί νά πάει πάλι στόν κόσμο, εκεί πού ήταν πρώτα.
Ό Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ, κατά κόσμον
Ιωάννης Σπετσιέρης άπό τήν Κεφαλληνία, ήταν παιδί ιερέα καί ήλθε νά κοινοβιάσει
στή Σκήτη αύτή. στήν Καλύβη τών «Αγίων Αναργύρων», πού είχαν τότε οί γέροντες
Χριστόφορος μέ τόν υποτακτικό του Συνέσιο μοναχό.
Ό γέρων Χριστόφορος ήταν έκεΐνος πού
μετέβαλε τό Μοναστήρι τού Κουτλουμουσίου άπό ιδιόρρυθμο, πού ήταν πρώτα, σέ
κοινόβιο. Σ’ αυτούς τούς ενάρετους Γεροντάδες ήλθε καί κοινοβίασε ό Ιωάννης ό
όποίος , άφού ύπέμεινε τή σκληρή δοκιμασία με σπουδή και προθυμία, οί γέροντες
τόν έκειραν μοναχό, όνομάσαντες αυτόν Ιωακείμ.
Ό μοναχός Ιωακείμ, μετά άπό αρκετά χρόνια
ύπακοής στους Γερο-ντάδες του, επειδή είχε αφήσει ήμιτελεΐς τις σπουδές του,
κατόπιν άδείας και ευλογίας των Πνευματικών του, έπέστρεψε στον κόσμο όπου
τελείωσε τις θεολογικές και άλλες σπουδές καί επανήλθε στήν ύπακοή μέ
μεγαλύτερη προθυμία καί ταπείνωση.
Μετά τό θάνατο των Γερο-ντάδων του πήρε
υποτακτικό τόν πατέρα Θεοφύλακτο, έναν άπλό καί αγαθό μοναχό, ό όποίος μάς
διηγήθηκε άπό τή ζωή τού γέροντα του τά ακόλουθα:
Σε μία Θεία Λειτουργία, που έκαναν στήν
Ιερά Μονή τού Αγίου Παύλου μέ τόν έφησυχάζοντα τότε στό 'Άγιον Όρος Επίσκοπο
Μιλητουπόλεως Ιερόθεο, κατά τήν ώρα τού καθαγιασμού καί τής μετουσιώσεως των
Τιμίων Δώρων είδε ό πατήρ Ιωακείμ μιά λάμψη σάν προβολέα, άπό τόν κουμπέ τής
έκκλησίας προερχόμενη, νά έπισκιάζει τά Τίμια Δώρα ή χάρις τού Παναγίου Πνεύματος. Αυτό τό
υπερφυσικό φαινόμενο, ό π. Ιωακείμ διηγήθηκε στον ύποτακτικό του π. Θεοφύλακτο,
μέ τήν έντολή καί έπιτίμιο νά μήν είπεί σέ κανένα τίποτε, όσο αυτός θά βρίσκεται
στή ζωή.
Μετά άπό καιρό, ό Επίσκοπος Βόλου Γερμανός
κάλεσε τόν Ιωακείμ Σπετσιέρη στήν έπαρχία του γιά πνευματικό έξομολόγο. Έκεΐ
μία εύλαβής κυρία Ανδρομάχη έβλεπε τόν π. Ιωακείμ, όταν έβγαινε στή μεγάλη
είσοδο τής Θείας Λειτουργίας μέ τά Τίμια Δώρα, νά σηκώνεται στόν αέρα καί νά μή
πατάει στή γή, παρά μόνο όταν έφτανε στό σολέα τού ίεροϋ, τότε πατούσε κάτω.
Ό ύποτακτικός του, πατήρ Θεοφύλακτος, μάς
είπε πώς κάθε φορά πού λειτουργούσε ό Γέροντάς του ή μορφή του άλλαζε. Τούτο
μάς βεβαίωσαν καί άλλοι σύγχρονοί του μοναχοί οί όποίοι μάς άνέφεραν πώς, όταν λειτουργούσε, τό
πρόσωπό του γινόταν περισσότερο λαμπρό καί φωτεινό.
Ό Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ είχε μεγάλη
εύλάβεια στήν Κυρία Θεοτόκο τήν οποία άκουγαν νά άποκαλεί «Παναγίτσα μου» καί
όσες φορές πρόφερε τό όνομα αύτό τά μάτια του σάν δύο κρουνοί τρέχανε καυτά
δάκρυα.
Όπως ομολογεί ό ύποτακτικός του, πού
βρίσκεται ακόμη έν ζωή, ό π. Ιωακείμ ήταν πολύ έγκρατής καί λιτοδίαιτος. Μέ
έναν καφέ καί λίγο μέλι μπορούσε να περάσει όλη την ήμερα. Μετά από τό Απόδειπνο
δεν έπινε ούτε νερό. Τούτο επέβαλε και στόν υποτακτικό του Θεοφύλακτο στόν
όποιο έλεγε: «Για να έχεις μισθό αιώνιο, πρέπει να κάνεις πολλούς και σκληρούς
αγώνες, διότι τα καλά έργα μέ κόπο καί πόνο αποκτώνται και με μόχθο
κατορθώνονται». Καί ό ίδιος, γιά νά δώσει τό καλό παράδειγμα, έκανε πολύ σκληρή
ζωή μέ πολλούς κόπους, στερήσεις καί κακουχίες. Δεν παραμελούσε ποτέ τόν
καθημερινό του Κανόνα την προσευχή πού άκατάπαυστα έβγαινε άπό τό στόμα του.
Ήταν πρόσχαρος καί ομιλητικός. Στήν εκκλησία καί τό κελλί του ποτέ δέν έβαζε
θέρμανση, όσο κρύο κι αν έκανε, καί έλεγε: «Πάτερ Θεοφύλακτε, οί πατέρες πάνω
στούς στύλους πώς άντεχαν; Δέν κρύωναν αυτοί; Κι εμείς μέσα στά σπίτια καί στά
ρούχα τυλιγμένοι κρυώνουμεόταν».
Μερικοί αδελφοί, άπό συνέργεια τού σατανά,
επειδή φθονούσαν τόν π. Ιωακείμ, τόν έβριζαν καί τόν κακολογούσαν. Τόν λέγανε
Καρδινάλιο καί νεωτεριστή. επειδή καθαριζόταν κι έβγαινε «εύπρεπώς
ένδεδυμένος». Άλλοι πάλι πήγαιναν καί τού έλεγαν ότι ό τάδε καί ό τάδε σέ κακολογούν, κι αυτός
τούς άπαντούσε: «Σάς παρακαλώ, φίλοι καί άδελφοί μου, μή συκοφαντείτε καί λέτε
κακά λόγια γιά τούς ευεργέτες μου». Κι έτσι μέ τόν γλυκό κι ευγενικό του τρόπο
συμφιλίωνε κι έκανε τούς πάντες ν’ αγαπιούνται καί νά μήν άλληλοβρίζονται.
Στή Χαλκίδα διετέλεσε γιά πολλά χρόνια
ιεροκήρυκας. Έκεΐ ό Θεός τέλεσε πολλά θαύματα καί σημεία μέ τις προσευχές τού
π. Ιωακείμ. Υπήρξε επίσης μαθητής τού άγιου Νεκταρίου Πενταπόλεως στή Ριζάρειο
Σχολή. Όταν ό άγιος Νεκτάριος κοιμήθηκε (1922), ό π. Ιωακείμ πήγαινε συχνά κι
έκανε προσευχή στόν τάφο του κι αισθανόταν νά βγαίνει άπό τό σώμα τού Αγίου
ευωδιά άρρητη σάν εκλεκτό μοσχοθυμίαμα.
Χρημάτισε καί στήν Αθήνα ιεροκήρυκας καί
λειτουργούσε τακτικά στο μετόχι τού Παναγίου Τάφου. Έκεΐ μία εύσεβής γυναίκα
παρακάλεσε τόν π. Ιωακείμ νά κάνει προσευχή Γι’ αύτήν νά τής χαρίσει ό Θεός
παιδάκι. Μετά άπό 20ήμερη έντονη προσευχή ό π. Ιωακείμ τής είπε ότι δέν θά κάνει παιδί, γιατί δέν μπορεί νά τό
διαπαιδαγωγήσει χριστιανικά καί θά κολαστεί ή ψυχή καί τών δύο, τής μάνας καί
τού παιδιού.
Στό ίδιο μετόχι ευρισκόμενος τον
έπισκέφθηκε μιά άλλη γυναίκα καί τού παραπονέθηκε πώς δεν μπορεί ν’ αποκτήσει
παιδιά. Ό π. Ιωακείμ, αφού έκαμε θερμή προσευχή, πήρε τά Λείψανα τών Αγίων
Αναργύρων, τά έναπέθεσε πάνω στό στήθος τής γυναίκας κι έκαμε μία ευχή. Ό Θεός
τήν ευλόγησε καί ή ευλαβής εκείνη χριστιανή απέκτησε παιδιά.
Στήν ίδια εκκλησία τών Αγίων Αναργύρων
στήν Αθήνα βρήκε τον π. Ιωακείμ μία κοπέλα πολύ θλιμμένη, απογοητευμένη καί
τελείως απελπισμένη, ή όποια τού είπε: «Γέροντα, έχω μιά αποτυχία στή ζωή μου
καί δεν μπορώ πλέον νά ζήσω. Δεν υπάρχει καμμιά έλπίδα καί θ’ αύτοκτονήσω. Γιά
μένα δεν υπάρχει τίποτα πιά». Ό π. Ιωακείμ, χωρίς νά ξέρει τίποτε άλλο Γι’ αύτή
τήν κοπέλα, τήν πήρε άπό τό χέρι, τήν πήγε μπροστά στήν εικόνα τού Χριστού καί
μέ κατάνυξη καί πίστη πολλή προσευχήθηκαν μαζί, ενώ έβαλε τήν κοπέλα γονατιστή
μπροστά στον Δεσπότη Χριστό. “Υστερα άπό τή θερμή αύτή προσευχή φώτισε ό Θεός
τόν π. Ιωακείμ καί τής είπε: «Πήγαινε, κοπέλα μου, στή μητέρα τού παιδιού πού
άγαπάς καί πές της μέ πολλή ταπείνωση: Θέλω μ’ όλη τή δύναμη τής ψυχής μου νά
σέ κάνω μητέρα μου καί νά γίνω κόρη σου». Ή κοπέλα ακούσε τόν Γέροντα κι όταν
πήγε καί είπε αυτά τά λόγια στή μητέρα τού παιδιού, έκείνη άμέσως τήν
άγκάλιασε, τή φίλησε καί τής είπε: «Θεωρώ, κοπέλα μου, χαρά καί τιμή μου νά σέ
κάμω νύφη καί θυγατέρα μου». Μετά άπό δύο χρόνια παρουσιάστηκε ή κοπέλα αύτή
στον π. Ιωακείμ, τού σύστησε τό σύζυγο καί τό παιδί της καί μέ πολλή χαρά
δόξασε τόν Θεό κι εύχαρίστησε τόν π. Ιωακείμ.
Ό π. Ιωακείμ ήταν εγκρατής σ’ όλον του τό
βίο καί γιά πολλά χρόνια πού έζησε στόν κόσμο, ό Πανάγαθος Θεός έκανε πολλά
σημεία καί θαύματα διά τών προσευχών του. άφενός, καί μέ τήν πίστη τών
ζητούντων, άφετέρου. Αλλά κι όταν στά γεράματά του έπανήλθε στή μετάνοιά του,
θεάρεστα καί όσιακά τελείωσε τό βίο του στή Νέα Σκήτη, πλήρης ήμερών. Ό π.
Ιωακείμ έγραψε διάφορα ύπομνήματα καί ιερά συγγράμματα, όπως « Έρημϊτις
Φωτεινή» καί πολλά ψυχωφελή βοηθήματα.
"Ενας τόπος ξεχωριστός γιά τού Ευαγγελίου
τούς ΰπερμάχους.
Όπως μοϋ διηγήθηκαν πατέρες της Σκήτης
αυτής, στην Εύβοια κάποτε ήταν Επίσκοπος ό Θεοφάνης. Στην επαρχία του υπήρχε
ένας φτωχός, που είχε στην κατοχή του άπό κληρονομιά ένα μικρό καζανάκι, πού τό
λέγανε «μπαγκράτσι», καί φαίνεται να είχε μεγάλη αρχαιολογική άξία. Τό είδε
ένας συμπατριώτης του πλούσιος, τούάρεσε καί θέλησε οπωσδήποτε να τό αγοράσει.
Όμως δέν κατάφερε νά τό άγοράσει με τό καλό, μέ τις κολακείες, διότι ό φτωχός
άνθρωπος μπορεί νά μην ήξερε άν τό δοχείο είχε άρχαιολογική άξία. αλλά, επειδή
ήταν κληρονομιά τής οίκογένειάς του. δέν τό πωλοϋσε μέ κανένα τρόπο. Τότε ό
πλούσιος χρησιμοποίησε βία καί κατακράτησε τό κληρονομικό κειμήλιο τού φτωχού.
Μετά άπό καιρό ό πλούσιος πέθανε. καί
μάλιστα σέ νεαρή ηλικία. Οί συγγενείς του. κατά τήν παράδοση τής Εκκλησίας,
μετά άπό τρία χρόνια έκαμαν τήν ανακομιδή και τό σώμα τού πλούσιου νέου βρέθηκε
αδιάλυτο. Έγινε δεύτερη και τρίτη ανακομιδή, κατά τά ορισμένα χρονικά
διαστήματα, άνά τριετία, άλλά και πάλι τό σώμα τού νεκρού βρέθηκε τυμπανιαίο
και άδιάλυτο. Τότε οί συγγενείς του κάλεσαν τόν Δεσπότη νά γονατίσει στον τάφο
καί να διαβάσει συγχωρετική εύχή στό σώμα τού νεκρού. Αλλά τό άποτέλεσμα ήταν
τό ίδιο.
Κατόπιν αύτού ό Δεσπότης Θεοφάνης
συμβούλευσε τους συγγενείς νά στήσουν τό τυμπανιαίο σώμα τού νεκρού σε δημόσιο
χώρο, όπου διερχόμενοι όλοι οί κάτοικοι τού χωρίου έναςένας νά συγχωρούν τό
νεκρό κι έτσι ό Πανάγαθος Θεός ίσως συγχωρούσε τήν ψυχή του καί διαλυόταν τό
σώμα του.
Έκ παραλλήλου όμως ό Αρχιερέας τοποθέτησε
εκεί κοντά άνθρωπο τής εμπιστοσύνης του γιά νά παρατηρεί τί θά λένε οί
συμπολίτες στον πεθαμένο όταν θά περνούν άπό μπροστά του. "Ολοι περνούσαν
μπροστά άπό τό άλιωτο σώμα, έλεγαν άπό μία εύχή νά τόν συγχωρέσει ό Θεός κι
έφευγαν. Με τή σειρά του πήγε κι ό φτωχός τού οποίου είχε με τή βία
κατακρατήσει τό πολύτιμο Γι’ αύτόν «καζανάκι». Σαν πλησίασε τό σώμα τού νεκρού,
τό έφτυσε· καί ό άνθρωπος τού Δεσπότη τόν άκουσε νά λέει: «Έτσι ντέ, καλά νά
πάθειςόταν Νά μείνεις εκεί άλιωτος μαζί μέ τό μπαγκράτσι πού μου πήρες. Γιά
πάντα νά είσαι τούμπανο, άφού σού άρεσε έτσι νά είσαι καί νά μού πάρεις αύτό
πού βρήκα άπό τή μάνα πού μέ γέννησε».
Ό άνθρωπος πού άκουσε αύτά, τά μετέφερε
άμέσως στον άρχιερέα Θεοφάνη. Εκείνος μέ τή σειρά του κάλεσε κοντά του τόν
φτωχό εκείνο άνθρωπο καί τόν ρώτησε τί σήμαιναν αύτά που είπε στό άλιωτο σώμα.
Αφού έμαθε τί είχε συμβεί, κάλεσε άμέσως τούς συγγενείς τού νεκρού, τους ρώτησε
αν στό σπίτι τού άφορισμένου νεκρού ύπήρχε κανένα άρχαίο καί πολύτιμο
«καζανάκι» καί έμαθε πώς αύτό όντως αποτελούσε μέρος τής περιουσίας του. Ό
Επίσκοπος έξήγησε τότε ότι αύτό άνήκει στον δείνα φτωχό καί πρέπει νά
έπιστραφεί τό συντομώτερο στον ιδιοκτήτη του, γιατί μόνο έτσι θά συγχωρήσει ό
Θεός αύτόν πού έκαμε τήν άδικία. Οί συγγενείς συμμορφώθηκαν μέ τήν εντολή τού
Επισκόπου, ό όποίος πήρε τό «καζανάκι», τό έβαλε μέ τρόπο στά χέρια τού
πλούσιου καί είπε στόν δικαιούχο πτωχό νά πλησιάσει τό σώμα τού νεκρού, νά
παραλάβει τό «μπαγκράτσι» του καί νά συγχωρέσει από τήν καρδιά του τό νεκρό
σώμα, για τήν άδικη πράξη που εις βάρος του διέπραξε.
Όταν έγινε αυτό, μπροστά στα μάτια όλων
τών συγχωριανών του, τό αδιάλυτο μέχρι έκείνη τη στιγμή σώμα, που άπό πολλά
χρόνια ήταν στην κατάσταση αυτή, διαλύθηκε και έγινε σκόνη. Όλοι έμειναν
κατάπληκτοι καί δόξασαν μ’ ένα στόμα τό όνομα τού Πανάγαθου καί δικαιοκρίτη
Θεού.
Ό Επίσκοπος Θεοφάνης μετά τό θαύμα αύτό
άπαρνήθηκε πάντα τά γήινα καί εγκόσμια αγαθά, έφυγε άπό τήν Εύβοια καί ήρθε στο
'Άγιον Όρος. Αφού γύρισε πολλά μοναστήρια καί ιερά προσκυνήματα. τελικά
κοινοβίασε σάν ένας απλός ιδιώτης στόν αγράμματο καί σκληρό γέροντα Κύριλλο στήν
Καλύβη της «Ζωοδόχου Πηγής» στή Νέα Σκήτη.
Στήν ύπακοή τού Γέροντα αύτού έμεινε
περίπου δύο χρόνια. Τον δεύτερο χρόνο, κατά τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ήρθε στήν
παραλία τής Σκήτης αυτής ένα καΐκι άπό τήν Εύβοια μέ τυρί, αύγά καί διάφορα
άλλα τρόφιμα. Οί πατέρες τής Σκήτης κατέβηκαν στή θάλασσα, γιά νά πάρει ό
καθένας τά είδη καί τρόφιμα που τού χρειάζονταν γιά τό άγιο Πάσχα. Τότε κι ό
γερο-Κύριλλος έστειλε τον υποτακτικό του, Δεσπότη Θεοφάνη, που ήταν δόκιμος, νά
πάρει κι αυτός τά τρόφιμα τού Γέροντά του. Όταν πλησίασε στό καΐκι, ό έμπορος
καί καπετάνιος τού καϊκιού είπε μπροστά σε όλους τους παρευρισκόμενους έκεί
πατέρες:
— Έσυ
δέν είσαι ό Δεσπότης μας ό Θεοφάνης πού μάς έφυγες καί σε έχουμε χάσει τώρα δύο
χρόνια;
Καί λέγοντας αύτά έπεσε στό έδαφος καί τον
προσκύνησε.
Εκείνος άρνήθηκε καί τού είπε:
— Τί
λές, άνθρωπέ μου, κάποιο λάθος κάνεις, δέν είμαι έγώ αυτός πού νομίζεις.
Έφυγε αμέσως καί ανέβηκε στή Σκήτη. Τό
γεγονός αύτό στάθηκε αφορμή νά φύγει άπό τον Γέροντά του, διότι έμαθαν όλοι πώς
αυτός είναι ό Επίσκοπος Εύβοιας Θεοφάνης. Ό Γέροντάς του. θαυμάζοντας τήν
ταπείνωση τού Δεσπότη, έπεσε στά πόδια του καί ζητούσε συγχώρεση γιά τον σκληρό
τρόπο μέ τόν όπόΐο τόν μεταχειριζόταν.
Ό Δεσπότης Θεοφάνης τότε πήγε σέ ένα έρημο
ήσυχαστήριο τής Νέας Σκήτης, όπου έζησε σάν απλός καλόγερο-ς μέ πολλή ταπείνωση
και αγάπη προς όλους τους πατέρες και σέ
βαθύ γήρας παρέδωκε τή μακαρία του ψυχή στα χέρια τού Δεσπότη Χριστού και
Σωτήρος ημών Θεού, καί έντάχθηκε στη μακάρια χορεία τών αγίων Πατέρων.
Εκτός τού Επισκόπου Θεοφάνη, πολλοί άλλοι
αρχιερείς αφιέρωσαν τό υπόλοιπο τής ζωής τους στη Σκήτη αυτή, τελειώθηκαν έν
Κυρίω καί κατατάχθηκαν με τούς αγιορείτες πατέρες στις αιώνιες τού Παραδείσου
Μονές.
Ό ιερομόναχος Γαβριήλ έκάρη μοναχός στήν
Καλύβη τού «Αγίου Σπυρίδωνος». "Υστερα άπό πολλά χρόνια ύπακοής στους
Γεροντάδες του, έγινε διάκονος, πρεσβύτερος καί Πνευματικός. Κατόπιν
προσκλήσεως τού Επισκόπου Κορίνθου καί μέ τήν ευλογία τού Γέροντά του πήγε στήν
Κόρινθο, όπου έμεινε για πολλά χρόνια.
Μέ τήν έξομολόγηση, τήν πνευματική νουθεσία, άλλα καί τό παράδειγμα τής
πνευματικής του ζωής καί πολιτείας, βοήθησε τούς χριστιανούς να βρουν τό δρόμο
τού Θεού, τό δρόμο τής κατά Θεόν ζωής καί τής καθ’ όλου άρετής.
"Εδειξε μέ τό δικό του παράδειγμα,
τής νηστείας, τής έγκρατείας, τής προσευχής, τής ταπεινώσεως. πώς δύναται
κάποιος νά φτάσει στήν κορωνίδα τών άρετών, τήν άγάπη. χωρίς τήν όποια δέν
μπορεί ό άνθρωπος νά λέγεται καί νά είναι χριστιανός καί δέν θ’ άξιωθεί ποτέ νά
δει τό πρόσωπο τού Θεού. Γι’ αύτό έλεγε
ό άείμνηστος γερο-παπα Γαβριήλ:
'Ο άνθρωπος, αν κάθε μέρα κοινωνεί τά
’Άχραντα Μυστήρια, τό Σώμα καί Αίμα τού Δεσπότη Χριστού, αν δώσει όλη τήν
περιουσία του σέ έλεημοσύνες, άν στεγνώσει άπό τή νηστεία καί τις μετάνοιες καί
γίνει πετσί καί κόκκαλο, σκέτος σκελετός, άν δέν άποκτήσει άγάπη πρός τον Θεό
καί τούς άνθρώπους καί όλη τή φύση, δέν έκανε τίποτε καί δέν θά τύχει ποτέ τού
ελέους καί τών οίκτιρμών τού Θεού, όπως μάς διδάσκει καί ό μεγάλος έκείνος τών
Εθνών άπόστολος Παύλος, ό όποίος έχει πλέξει τό έγκώμιο τής μεγάλης αυτής
άρετής πού λέγεται άγάπη γράφοντας στούς Κορίνθιους: «Έάν ταίς γλώσσαις τών
άνθρώπων λαλώ καί τών Αγγέλων, άγάπην δέ μή έχω. γέγονα χαλκός ήχών ή κύμβαλον
άλαλάζον καί έάν έχω προφητείαν καί είδώ τά μυστήρια πάντα καί πάσαν τήν γνώσιν.
καί έάν έχω την πίστιν. ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δεν μη εχω ούδέν είμι καί
έάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, καί έάν παραδώ τό σώμα μου ϊνα καυθήσωμαι,
αγάπην δέ μη έχω, ούδέν ωφελούμαι.». Όλο το κεφάλαιο τούτο είναι ένας συνεχής
ύμνος τής άρετής της αγάπης. (Α' Κορ. ιγ' Γ3).
Ό Πνευματικός παπαΓαβριήλ έζησε 28 χρόνια
πνευματικής ζωής στήν Κόρινθο μέ παντός είδους έγκράτεια και έκτισε έκεί τόν
ωραιότατο, ευρύχωρο καί περικαλλή Ναό τού Αγίου Νικολάου.
Όταν ήλθε τό πλήρωμα τού χρόνου καί έφτασε
ό καιρός τής έκδημίας του, προείδε καί προεΐπε τό θάνατό του καί δύο μέρες πριν
φύγει οριστικά άπό τόν κόσμο τοότο, όπως μοό είπε ό υποτακτικός του Πνευματικός
ιερομόναχος Σπυρίδων, κάλεσε τους πατέρες καί αδελφούς τής Σκήτης, άπό τους
οποίους έλαβε καί έδωκε συγχώρεση, ευλόγησε τή Σκήτη καί παρεκάλεσε μέ θερμή
πίστη, δέηση καί δάκρυα τόν Θεό. νά χαρίσει τήν εύλογία Του στή Συνοδεία του
καί σ’ ολόκληρη τή Σκήτη καί όλους τους
αδελφούς νά τούς άξιώσει νά αποκτήσουν τήν άρετή τής αγάπης. Έτσι, μετά άπ’
αύτά, μέ τή γαλήνη καί λάμψη τής άρετής καί τής καλοσύνης στο πρόσωπό του καί
πλήρης ήμερων παρέδωκε τή μακαρία του ψυχή στά χέρια τού Δεσπότη Χριστού καί
πέταξε σάν πουλάκι στά ούράνια θεία Σκηνώματα τό 1967 σωτήριο έτος.
Τούς κόπους καί τήν άρετή τού παπαΓαβριήλ
βράβευσε ό Πανάγαθος Θεός καί τού έδωκε συνοδεία ή οποία συνεχίζει τήν παράδοση
τών πατέρων, δοξάζει τόν Θεό, τιμάει τή Σκήτη καί ολόκληρο τό Περιβόλι τής
Παναγίας μας, τόν διάδοχό του Πνευματικό γέροντα Σπυρίδωνα, μέ τήν ευλαβέστατη
συνοδεία του.
Όταν ό Πνευματικός παπαΓαβριήλ έπέστρεψε
άπό τόν κόσμο στή Σκήτη αυτή, είχε άρρωστήσει πολύ βαριά καί ήταν προς θάνατον
ό μοναχός Κύριλλος Κουμιώτης άπό τήν Καλύβη τής «Ζωοδόχου Πηγής» καί. έπειδή
πλησίαζε ή ώρα τής έκδημίας του, κάλεσε τόν Πνευματικό του νά έξομολογηθεΐ, τό
έτος 1965.
Ό Πνευματικός του παπαΈφραίμ προσπάθησε νά
βοηθήσει τόν πάσχοντα νά έξομολογηθεΐ, άλλα ό άσθενής έλεγε πώς στόν αριστερό
ώμο του ήταν κολλημένο ένα χαρτί πού κάτι έγραφε, άλλα τί έγραφε δεν μπορούσε
να είπεί.
Πήγε κι άλλος Πνευματικός, ό
παπαΧαράλαμπος άπό τις γύρω ασκητικές Καλύβες, άλλα κι αυτός στάθηκε άδύνατο να
βοηθήσει τον ψυχορραγούντα αδελφό Κύριλλο.
Τότε ό κατά σάρκα αδελφός του
παπαΝεόφυτος, Πνευματικός κι εκείνος, κάλεσε καί τον γέροντα Πνευματικό παπαΓαβριήλ
Λευτεριώτη. ό όποίος, μ’ όλη την αδελφική αγάπη, πήγε κοντά στόν ασθενή καί σαν
έμπειρος Πνευματικός, όταν τού είπε για τό χαρτί, ρώτησε τόν μοναχό Κύριλλο νά
τού πει τί ακριβώς βλέπει. Ό άσθενής είπε πώς στά δεξιά βλέπει δύο λευκοφόρους
Αγγέλους καί στά άριστερά ήταν έτοιμοι νά αρπάξουν τήν ψυχή του πολλοί
δαίμονες, ό ένας άπό τούς όποιους μέ τήν ουρά του έπαιζε μέ τό κομβοσχοίνι τού
ήσυχαστή γέροντα Ιωσήφ, πού βρισκόταν κι αυτός έκεΐ.
Ό Πνευματικός παπα-Γαβριήλ παρεκάλεσε
όλους τούς αδελφούς νά βγουν έξω άπό τό κελλί τού άσθενοϋς καί ρώτησε για
δεύτερη φορά τόν μοναχό Κύριλλο νά τού πει τά κρυπτά τής καρδίας του. Αφού ό
άσθενής τά είπε όλα, τότε τόν ρώτησε αν τό χαρτί είναι άκόμα κολλημένο στόν ώμο
του. Ό άσθενής απάντησε πώς ήταν άκόμη έκεί. Ό Πνευματικός τότε είπε στόν
μοναχό Κύριλλο νά ρωτήσει τόν φύλακα Άγγελο νά τού είπεί εκείνος τί γράφει τό
χαρτί. Ό μοναχός Κύριλλος γύρισε προς τούς Αγγέλους καί τούς μίλησε σέ γλώσσα
πού ό Πνευματικός δεν καταλάβαινε ούτε μία λέξη απ' αύτά πού έλεγε. Κι ό Άγγελος
τού απαντούσε στήν ίδια γλώσσα. Τότε ό παπα-Γαβριήλ έβαλε τό πετραχήλι επάνω
στόν άσθενή καί τόν ρώτησε τί τού είπε ό Άγγελος ότι γράφει τό χαρτί. Κι ό
μοναχός Κύριλλος τού είπε δύο αμαρτίες πού αύτός πρώτα δεν θυμόταν νά τις πει.
Ό Πνευματικός, μόλις ακούσε αύτά, τού
διάβασε τή συγχωρετική ευχή. "Οταν τελείωσε, πήρε τό πετραχήλι κι ό
άσθενής είπε στόν Πνευματικό πώς τό χαρτί κόλλησε πάνω στο πετραχήλι καί
έσβησαν τά άμαρτήματά του, πού ήταν γραμμένα σ’ αυτό. Καί μέ τόν λόγο αύτόν,
παρέδωκε τό πνεύμα καί κοιμήθηκε τόν αιώνιο όπνο τών μακαρίων.
Ή πείρα καί διάκριση τού Πνευματικού
βοήθησε τόν αδελφό Κύριλλο νά εξομολογηθεί καί νά καθαρισθεί άπό τις ανθρώπινες
άδυναμίες του, μέ διερμηνέα καί βοηθό τόν Άγγελο φύλακα τής ψυχής.
"Ενας άπό τούς αγωνιστές στην κατά
Θεόν ζωή και πολιτεία ήταν καί ό γερο-Ίιοσήφ ό όποίος, έπειδή τα τελευταία του
χρόνια τα πέρασε στα ησυχαστήρια τής Νέας Σκήτης, πήρε τό όνομα Σπηλαιώτης.
Εμείς γνωρίσαμε πολύ καλά τόν Γέροντα αύτον στην έρημωθείσα Σκήτη τού Αγίου Βασιλείου.
Έμενε εκεί σέ ένα άπό τά πολλά ησυχαστήρια με τη συνοδεία του: τόν
γερο-Άρσένιο, τόν μοναχό Έφραίμ, τόν μοναχό Ιωάννη Βλάχο καί τόν κατά σάρκα
άδελφό του Αθανάσιο. Πολλές φορές τόν επισκεπτόμασταν καί συνήθιζε πάντα νά
λέει ρητά τής Αγίας Γραφής άπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί κατέβαλλε μεγάλον αγώνα
γιά τήν κατάκτηση τής νοεράς προσευχής. Σχεδόν κάθε μέρα έρχόταν ό π. Έφραίμ
καί έπί ώρες συζητούσε μέ τόν Γέροντά μου γιά τή νοερά προσευχή καί γιά
πνευματικά επιτεύγματα. Μετά ό π. Έφραίμ έγινε ιερέας, έφυγε στόν κόσμο,
σύστησε γυναικείο μοναστήρι στον Βόλο καί άπό έκεί πήγε στήν Αμερική. Ό
Γέροντάς του Ιωσήφ μέ τήν υπόλοιπη συνοδεία, στήν όποια προστέθηκε καί ό νέος
Έφραίμ, σήμερα ήγούμενος τής Ίεράς Μονής Φιλόθεου, καί ό ιερομόναχος Χαράλαμπος
πού σήμερα βρίσκεται στο χιλανδαρινό Κελλί «Μπουραζέρι», κατέβηκε στά
Κατουνάκια κι απ’ έκεί στά ησυχαστήρια καί σπήλαια τής Νέας Σκήτης, όπου
έπιδόθηκε περισσότερο στήν εργασία τής νοεράς προσευχής καί τελειώθηκε έν
Κυρίω, άγωνιζόμενος τόν καλόν αγώνα τής πνευματικής ζωής καί τής ένάρετης
πολιτείας.
’Άς ευχηθούμε νά μήν έκλείψουν αύτού τού
είδους οί πνευματικοί άγωνιστές, γιατί είναι κρίμα νά άρνείται κανείς τόν κόσμο
όλον καί στά τελευταία του, άπό πνευματική ολιγωρία καί άπροσεξία νά χάνει
όλους τούς κόπους του καί νά κινδυνεύει νά χάσει καί τήν ψυχή του άπό κενή καί
μάταιη δόξα. Καί τούτο λέω καί γράφω, διότι ό μακαρίτης γερο-Ίωσήφ πολλές φορές
μάς έλεγε: «Αδελφοί μου, είναι καλύτερα οί άνθρωποι νά μάς βρίζουν καί νά μάς
κακολογούν παρά νά μάς εγκωμιάζουν καί νά μάς επαινούν. Ό καλόγερο-ς άπό τις
κακολογίες καί τις βρισιές δέν παθαίνει τίποτα, μάλλον καθαίρεται καί ώφελείται
ψυχικά ένώ, άπό τούς επαίνους καί τά έγκώμια μπορεί νά πιστέψει ότι κάτι είναι
καί τότε χάνει τά λογικά του καί όλοι οί κόποι του πάνε χαμένοι, όπως έλεγε καί
ό άγιος Βαρσανούφιος: «άπό τή στιγμή πού ό άνθρωπος θά ψηφίσει τόν εαυτό του
ότι είναι τι, έξήλθε της πόλεως», δηλαδή από τή στιγμή που θά πιστέψει ότι κάτι είναι, αμέσως έξέρχεται άπό τα δρια τής
αρετής καί βρίσκεται στα δρια τής πλάνης καί στήν περιοχή τής κακίας». Θυμάμαι
αυτά τά λόγια του σάν νά ήταν χθές, διότι μοϋ έ'κανε έντύπωση ό τρόπος με τον
όποίον ερμήνευε πώς νά άποφύγουμε τήν κενοδοξία καί νά άποκτήσομε τήν ταπείνωση
πού είναι τό θεμέλιο δλων των αρετών. Ό Θεός νά άναπαόσει τήν ψυχή τού μακαρίτη
γερο-Ίωσήφ.
Στή Νέα Σκήτη θά βρούμε κι άλλους εργάτες
τής νοεράς προσευχής, τής όπακοής καί τής καθ’ όλου πνευματικής ζωής, όπως καί
άγιογράφους, οί όποίοι μαζί με τή
χειροτεχνία καλλιεργούν καί τον κήπο τής καρδίας τους καί τον καθαρίζουν άπό τά
βλαπτικά ζιζάνια: τό φθόνο, τή ζήλεια, τή φιλοδοξία, τόν εγωισμό καί όλα τά
πάθη που μέρανύχτα πολεμούν τόν άνθρωπο καί περισσότερο τό μοναχό. Γιά μάς όλοι
οί πατέρες είναι βιαστές καί άγιοι.
Στή Νέα Σκήτη τού Αγίου Παύλου πήγε ένας
ευλαβής νέος άπό τή Χίο καί κοινοβίασε στήν Καλύβη «Άγιος Γεράσιμος». Αφού
δοκιμάσθηκε άρκετά άπό τούς γέροντες τής Καλύβης αυτής, έγινε μοναχός καί έλαβε
τό δνομα Στέφανος.
Μέ τυφλή ύπακοή καί άκρα ταπείνωση ό
Στέφανος πέρασε έβδομηνταπέντε όλόκληρα χρόνια στήν καλογερική ζωή καί μέ
αυταπάρνηση καί πολύ άγώνα άξιώθηκε νά λάβει τό χάρισμα τής προσευχής.
Μέρανύχτα δέν έλειπε άπό τό στόμα, τό νού
καί τήν καρδιά του ή εύχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υίέ τού Θεού, έλέησόν με», τό
«Ύπεραγία Θεοτόκε, σώσε με», «Βαπτιστά τού Χριστού, πρέσβευε ύπέρ έμού καί
βοήθησέ με», «Άγιοι Πάντες καί άγιορεΐτες πατέρες, πρεσβεύσατε ύπέρ έμού τού
άμαρτωλοϋ».
Μέχρι τέλος τής ζωής του συνέχιζε τις
ευχές αυτές, όπως μέ βεβαίωσε ό ευλαβέστατος μοναχός Σάββας, Χίος κι αυτός στήν
καταγωγή, ό όποίος τελικά πήρε τόν γερο-Στέφανο πολύ άρρωστο στήν Καλύβη του
«Άγιος Ιωάννης ό Θεολόγος» καί τόν γηροκόμησε μέχρι τό τέλος τής ζωής του.
Ό γέροΣτέφανος πολλούς καί ποικίλους
πειρασμούς πέρασε στή ζωή του, άπό ορατούς καί άόρατους δαίμονες, πού τούς
ύπέφερε μέ πολλή υπομονή. Άλλα ό Κύριος, πού θέλει νά καθαρίσει και νά
ξελαμπικάρει τό μέταλλο τού χρυσού γιά νά λάμπει πραγματικά, παραχώρησε σέ
μεγάλη πλέον ηλικία νά άρρωστήσει καί νά προσβληθεί από την επάρατη νόσο τού
καρκίνου στην κύστη.
Άπό τήν ασθένεια αυτή ό γέροΣτέφανος
ύπέφερε πολλούς καί φρικτούς πόνους, αλλά ή άκατάπαυστη δοξολογία πού τελούσε
καί οί εύχές πού διαρκώς έλεγε τού έδιναν τό κουράγιο καί τή δύναμη νά πνίγει
τόν πόνο του καί νά ευχαριστεί τον Θεό μέρανύχτα. χωρίς ποτέ νά γογγύσει ή νά
αγανακτήσει άπό τούς πόνους τής αρρώστιας του κατά τού Θεού ή τών ανθρώπων καί
νά πει. όπως πολλοί άνθρωποι δυστυχώς κάνουν, διότι δεν έμαθαν νά προσεύχονται
ούτε γύμνασαν τόν έαυτό τους νά υποφέρει κι έτσι μέ τήν παραμικρή αιτία,
ασθένεια ή ατύχημα πού θά συμβεί στή ζωή τους αγανακτούν καί αρχίζουν νά
βρίζουν τούς άνθρώπους καί νά γογγύζουν εναντίον τού Θεού λέγοντας έκείνα τά
ανόητα λόγια: «Μά επιτέλους έμένα βρήκε ό Θεός νά παιδέψει καί νά μού κάνει
αύτό... κ.λπ.». Απερίσκεπτα καί βλάσφημα λόγια, πού λέγονται κατά τής
ευσπλαχνίας καί μακροθυμίας τού ουράνιου Πατέρα μας καί Θεού τού
Ύψίστου.Άντιθέτως. ό εύλογημένος αυτός γέροΣτέφανος, οπλισμένος μέ τήν ύπομονή
τού Ιώβ έλεγε: «Σέ εύχαριστώ. Θεέ μου, πού μού έδωσες αυτή τήν ασθένεια, αυτούς
τούς πόνους, αυτά τά βάσανα καί μάλιστα τώρα στά γεράματα, γιά νά καθαρίσουν τό
άκάθαρτο σαρκίο μου άπό τις άμαρτίες, τις ρυπαρότητες καί ακαθαρσίες. Σέ
ευχαριστώ πού θέλησες μέ τούς φρικτούς αυτούς πόνους νά καθαρίσεις τό μυαλό καί
τις σκέψεις μου καί νά φωτίσεις τή διάνοιά μου.Σέ παρακαλώ. Θεέ μου. Έσύ πού
μού έδωσες αύτή τήν ασθένεια. Χριστέ μου Σωτήρα μου, δώσε μου ύπομονή νά
βαστήξω μέχρι τέλους τούς πόνους τούτους. Σύ, πού οί άμαρτίες μου Σ’ ανέβασαν
επάνω στό Σταυρό καί άπό τή μεγάλη Σου άγάπη γιά μάς ύπέμεινες τό φρικτότερο
μαρτύριο τού σταυρικού θανάτου καί έχυσες τό πανάγιό Σου Αίμα γιά νά ξεπλύνεις
τις άμαρτίες όλου τού κόσμου καί τις δικές μου. Δώσε μου, Σέ παρακαλώ, δύναμη
νά βαστήξω κι έγώ αυτόν τόν μικρό σταυρό πού ή άγάπη Σου μού χάρισε. ’Άς γίνει.
Χριστέ μου. φάρμακο ή πληγή κι ό πόνος νά θεραπεύσει καί νά καθαρίσει τά ψυχικά
μου τραύματα και νά μέ καταξιώσεις, μ' αύτή την πληγή και μέ τον τρόπο αυτόν ή
όπως γνωρίζεις καί έπίστασαι μέ τήν πάνσοφη οίκονομία Σου. νά οικονομήσεις την
ψυχική μου σωτηρία».Μέ σαστίζουν τά λίγα τσιμέντα, μέ ευφραίνουν όμως οί σταυροί στους τρούλους καί στους θώρακες.Μέ
τή θεία Κοινωνία κοιμήθηκε ειρηνικά Μέ τις σκέψεις αυτές, τις προσευχές του καί
τις θερμές παρακλήσεις έπαιρνε δύναμη καί μέ ανεξάντλητη υπομονή άλάφρωνε τους
πόνους του. Ή κατάσταση αύτη δεν κράτησε μια μέρα, μιά βδομάδα, ένα μήνα ή ένα
χρόνο, άλλα πολλά χρόνια βάστηξε και ό άδελφός Σάββας πολλά κι αυτός ύπέφερε
μέρα και νύχτα να μένει ξάγρυπνος, νά τον γυρίζει καί νά τόν έξυπηρετεί στις
σωματικές άνάγκες του.
Τελικά, στις δεκατρείς Σεπτεμβρίου,
παραμονή τής Ύψώσεως τού Τιμίου Σταυρού, άφού προείδε καί προείπε ό π. Στέφανος
τό θάνατό του. ζήτησε νά κάνουν Θεία Λειτουργία. Κοινώνησε τό Σώμα καί Αίμα τού
Κυρίου ημών Ιησού Χριστού καί μέ τό τελευταίο αύτό εφόδιο καί πνευματικό
εισιτήριο παρέδωσε τό πνεύμα καί κοιμήθηκε ειρηνικά τόν αιώνιο καί μακαριστό
ύπνο, τό σωτήριο έτος 1970.
Τούτο τό ζωντανό παράδειγμα τής ζωής τού
γέροΣτέφανου ας γίνει ένα καλό μάθημα άπό τό όποιο όλοι μας νά διδαχθούμε καί
νά μάθουμε μέ ποιόν τρόπο μπορούμε νά ελαφρύνουμε τους πόνους μας, νά
υπομένουμε καί νά θεραπεύουμε πνευματικά την ψυχή μας καί νά μην άγανακτούμε
κατά τού Θεού καί τών άνθρώπων. Αλλά, όπως έκανε καί ό μακαριστός άδελφός
γερο-Στέφανος Νεασκητιώτης. έτσι νά κάνουμε κι έμεΐς, γιά νά περάσουμε όσο τό
δυνατόν πιο άνώδυνα αύτη την ψεύτικη ζωή καί νά άξιωθούμε άνεπαίσχυντα τού
μακαριστού έκείνου τέλους, τού όποιου έτυχε καί ό όσιος αυτός Γέρων.
Εισαγωγή σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου