Καρούλια
Ό γέρων Παρθένιος καταγόταν άπό πριγκηπική
οικογένεια τών Τσάρων τής Ρωσίας κα'ι σέ ηλικία δεκαοκτώ χρόνων έγινε μοναχός
στο Κελλί «Άγιος Νικόλαος Βουραζέρη». Ασκήθηκε στην ύπακοή. την ταπείνωση και
έξουθένωση που διδάσκει ή κοινοβιακή Καλογερική, άλλα ό πόθος τής τέλειας
ησυχίας τον ώθησε να φύγει άπό τό Κελλί καί νά πάει στα Καρούλια, όπου έδειξε
τέλεια αυταπάρνηση καί μεγάλη αγάπη προς όλους τούς ερημίτες Πατέρες, τούς
οποίους έβλεπε σαν αγίους καί έπίγειους άγγέλους τού Θεού.
Βοηθούσε όλους γενικά καί δεν άφηνε κανένα
νά μπει στο κελλί του, γιά νά μη δει που κοιμόταν καταγής στο σπήλαιο καί ποτέ
στο κρεβάτι. Είχε βιβλική μορφή, ήταν σεβάσμιος καί μόνη ή όψη του φανέρωνε την
ευγενική του καταγωγή.
Τό κομποσχοίνι άπό τό χέρι καί ή ευχή άπό
τό στόμα δεν έλειπαν ποτέ. Καί μόνο που τόν έβλεπες, ένιωθες δέος. Ένέπνεε σέ
όλους τό σεβασμό καί ήταν πολύ αγαπητός. Άπό τήν πολλή όμως άσκηση δέν άντεξε
γιά πολλά χρόνια. Τόν κάλεσε ό Κύριος στους ουράνιους θαλάμους, νά χαίρεται
αιώνια μέ τόν αιώνιο Θεό, τόν Πατέρα, τόν Υιό καί τό Άγιο Πνεύμα.
Ό γέρων Ζωσιμάς ό καλαθοποιός
Άλλος σπουδαίος καί πολύ ένάρετος Ρώσος
ήταν ό γέρων Ζωσιμάς, μεγάλος άξιωματικός τού τσαρικού στρατού, ό όποίος μετά
τήν κατάρρευση τού τσαρικού καθεστώτος πήγε στήν Ιερά Μονή του Αγίου
Παντελεήμονος, έπισκέφθηκε καί προσκύνησε στη Σκήτη τού Αγίου Ανδρέα στο
«Σαράι», στη Σκήτη τού Προφήτου Ήλιου (Σκήτες κατασκευασμένες κα'ι επανδρωμένες
από μοναχούς ρωσικής καταγωγής). Δεν έμεινε σέ καμμιά άπ’ αυτές, άλλα τό πνεύμα
του άναπαύθηκε στα απότομα και βραχώδη Καρούλια.
Γιά νά μή γίνει σέ κανέναν βάρος καί
καταστεί ενοχλητικός, έμαθε καί έφτιαχνε καλάθια. Αυτό ήταν τό εργόχειρό του
γιά νά έξοικονομεί τά πρός τό ζήν. Είχε πάντα τήν εύχή στό στόμα, όπως καί όλοι
οί μοναχοί, καί τη μνήμη τού θανάτου πάντα μπροστά στά μάτια του, μετά καί άπ’
δσα είχε δει καί βιώσει κατά τά χρόνια τής επανάστασης καί τού πολέμου στην
πατρίδα του. Ήταν άπό όλους αγαπητός καί σέ μεγάλη ηλικία τόν πήρε ό Πανάγαθος
Θεός στή Βασιλεία τών Ουρανών.
'Ο ληστής Σταμάτης
Ό ληστής αυτός είχε μεγάλη δράση στά
περίχωρα τής Χαλκιδικής καί κατά καιρούς φαίνεται πώς έκανε ληστείες καί μέσα
στό Άγιον Όρος.
Μία μέρα αποφάσισε νά ληστέψει με δύο
παλληκάρια του ένα άπό τά Κελλιά πού βρίσκεται σέ κάπως μακρινή άπόσταση άπό
τις Καρυές καί είναι μεμονωμένο άπό τά άλλα Κελλιά. Τό Κελλί αύτό είναι
εξάρτημα τής 'Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, έχει έκκλησία τού Αγίου Γεωργίου τού
«Φανερωμένου» καί είναι πολύ παλιό. Όπως μού διηγήθηκε ό σεβαστός Γέροντάς μου
Ιωακείμ καί μέ διαβεβαίωσαν καί άπό τή συνοδεία τών άδελφών Δανιηλαίων, πού κι
αυτοί είχαν άκούσει τήν υπόθεση αυτή άπό τούς Γερο-ντάδες τους, κι εκείνοι άπό
τόν παππού τους, γέροντα Δανιήλ τόν πρώτον, πριν άπό διακόσια χρόνια πήγε ό
ληστής έκείνος νά ληστέψει τό Κελλί αύτό. πού είχε τή φήμη ενός άπό τά
πλουσιώτερα Κελλιά τών Καρυών.
Όπως είναι γνωστό, στά χρόνια τής
τουρκικής σκλαβιάς όλα τα βουνά τής Πατρίδας μας ήταν γεμάτα άπό ληστές καί
ληστοσυμμορίτες. Οί ληστές αύτοί κατασκόπευσαν καί έμαθαν ότι στό Κελλί αύτό
μένουν δύο γερο-ντάκια άδύνατα καί έχουν πολλά χρήματα. Τούτο παρακίνησε τούς
ληστές νά κάνουν τήν έπιχείρηση. Τά μεσάνυχτα πήγαν στό Κελλί καί χτύπησαν τήν
πόρτα. Μία φωνή άκούστηκε άπό μέσα νά ρωτάει ποιός είναι καί τί θέλει τέτοια
ώρα. Οί ληστές δέν μίλησαν, παρά έπέμεναν νά χτυπούν τήν πόρτα. Κάποια στιγμή ό
αρχηγός τους Σταμάτης είπε μέ έπιτακτικό ύφος: Άνοϊξτε τήν πόρτα! Είμαστε ξένοι
καί θέλουμε νά μας φιλοξενήσετε.
"Ενα παλληκάρι τούς άνοιξε καί τους
ρώτησε γιατί πήγαν στο Κελλί. Αυτοί, αρματωμένοι όπως ήταν, είπαν ότι θέλουν
τόν Γέροντα, γιατί είναι ανάγκη. Παραξενεύτηκαν όμως πού είδαν πώς στό Κελλί
αυτό υπήρχε καί νέος, διότι αύτοί γνώριζαν ότι μόνο δυο άρρωστοι γέροι μένουν
εκεί. Τό παλληκάρι τούς όδήγησε στον ξενώνα, τό λεγόμενο «Αρχονταρίκι» καί τούς
είπε: «Καθίστε εκεί, ώσπου νά φωνάξω τόν Γέροντα».
Ό άγιος Γεώργιος θαυματουργεί
Οί ληστές κάθισαν καί περίμεναν τόν Γ
έροντα. Πέρασε μία ώρα, πέρασαν δύο, μά ό Γέροντας δέν φαινόταν, ούτε άλλος
κανείς· άπόλυτη σιγή καί ήσυχία βασίλευε σ’ όλο τό σπίτι. Τότε οί ληστές έχασαν
τήν υπομονή τους καί δοκίμασαν νά σηκωθούν, γιά νά ληστέψουν, όπως άρχικά είχαν
αποφασίσει, καί νά πάρουν ό.τι πολύτιμο υπήρχε, άπό χρήματα μέχρι κανδήλια
ασημένια κι ο,τι άλλο έβρισκαν. Δοκίμασαν λοιπόν νά σηκωθούν, αλλά δέν
μπορούσαν νά κουνηθούν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ούτε χέρια ούτε πόδια
μπορούσαν νά κουνήσουν. Σάν νά ήταν δεμένοι χεροπόδαρα, δέν μπορούσαν καθόλου
νά κινηθούν άπό τή θέση τους.
Άρχισαν τότε νά φωνάζουν καί νά ζητούν
βοήθεια οί πάνοπλοι ληστές άπό τούς αδύνατους καί άρρωστους Γερο-ντάδες. Από
τις φωνές τους ξύπνησαν τά γερο-ντάκια, πετάχτηκαν τρομαγμένα άπό τόν ύπνο,
έτρεξαν έκεί πού άκούγονταν οί φωνές καί τί νά ίδούν! Οί ληστές φαίνονταν μέν
έλεύθεροι, αλλά δέν μπορούσαν νά κουνηθούν άπό τις θέσεις τους. Οί γέροντες
τούς ρώτησαν: Ποιοί είσθε σείς; Τί θέλετε δώ; Πώς ήρθατε, πώς μπήκατε μέσα στό
σπίτι μας; Ποιος σάς άνοιξε τήν πόρτα καί σάς έβαλε μέσα;
Οί ληστές στήν άρχή φώναζαν, απειλούσαν:
«Θά σάς σφάξουμε σάν τά κατσίκια, μάς κάματε μαγεία γιά νά μή μπορούμε νά
κουνηθούμε. λύστε μας, αν θέλετε τό καλό σας. Γιατί μάς δέσατε; Εμείς είμαστε
καλοί άνθρωποι, δέν ήρθαμε νά σάς κάνουμε κακό».
Τέλος, αφού κατάλαβαν πώς ήταν πιό
αδύνατοι άπό τά γερο-ντάκια καί δέν μπορούσαν νά κάνουν αλλιώς, άρχισαν μέ
κλάματα νά παρακαλούν γιά νά τούς λύσουν.
Οί Γέροντες, μέ ήρεμο καί ταπεινό τρόπο,
τους ρώτησαν: «Πώς βρεθήκατε, αδελφοί, μέσα στο σπίτι μας; Ποιος σάς άνοιξε καί
τί θέλετε άπό μάς;».
Οί ληστές μίλησαν κλαίγοντας για τό κακό
που τους βρήκε: «Γερο-ντάδες. ένα παλληκάρι μάς άνοιξε την πόρτα, μάς έβαλε έδώ
νά καθίσουμε καί μάς είπε νά περιμένουμε ώσπου νά έρθετε καί σείς».
Οί Γέροντες κατάλαβαν πώς κάποιο θαύμα
έγινε, τρέξανε στήν έκκλησία, πήραν τήν εικόνα τού αγίου μεγαλομάρτυρος
Γεωργίου καί τήν έδειξαν στους Ληστές. "Εντρομοι τότε εκείνοι, βλέποντας
τήν εικόνα, είπαν μ’ ένα στόμα: «Ναί. αυτός είναι που μάς άνοιξε», κι αμέσως,
μετανιωμένοι, άναπήδησαν άπό τις θέσεις τους, έπεσαν καί προσκύνησαν τήν εικόνα
τού αγίου Γεωργίου καί άναφώνησαν μέ χαρά: «Αυτός είναι πού μάς φανερώθηκε καί
τώρα μάς λευτέρωσε άπό τά άόρατα δεσμά μας». Μετανόησαν γιά τις πράξεις τους,
έκαμαν πολλά δώρα καί μια εικόνα τού άγιου Γεωργίου στό Κελλί αύτό, ποό άπό
τότε πήρε τό όνομα «Άγιος Γεώργιος ό Φανερωμένος».
Ό ληστής αύτός, μετά άπό τό μεγάλο αύτό
θαύμα που τού συνέβη καί, όπως μέ βεβαίωσε ή Συνοδεία τών Δανιηλαίων,
μετανιωμένος. άφησε τό έπάγγελμα τού ληστή καί πήγε στά Καρούλια. Έκεΐ έκτισε
μιά μικρή άσκητική Καλύβη μέ εκκλησάκι τού Αγίου Γεωργίου καί έγινε μοναχός μέ
τό όνομα Σταμάτης. Λέγουν ότι αύτός είναι ό πρώτος πού κατοίκησε στά Καρούλια.
Βρήκε στήν έρημο αύτή τη γαλήνη καί τήν ειρήνη τής ψυχής του καί πέρασε τό
ύπόλοιπο τής ζωής του μέ ειλικρινή μετάνοια καί συντριβή, εξομολογούμενος
καθημερινά τά άμαρτήματά του. Προχώρησε δέ στήν πνευματική ζωή τόσο πού ό
Λαυριώτης μοναχός καί μετέπειτα Μητροπολίτης Κορυτσάς καί καθηγητής τού
Πανεπιστημίου Αθηνών, Εύλόγιος Κουρίλας, καθώς έγραφε στόν Γέροντα Δανιήλ τον
Κατουνακιώτη, βρήκε στά πρακτικά τής Μεγίστης Λαύρας νά γράφουν πώς «ό γέρων
Σταμάτης, πρώην ληστής, στά Καρούλια είχε τέλος όσιακό καί ήταν άγιος μοναχός»!
Ό γερο-Φιλάρετος
Καθώς μου διηγήθηκε ό πατήρ Δανιήλ τών
Δανιηλαίων, ό γέρων Φιλάρετος ήταν προϊστάμενος στήν Ιερά Μονή τού
Σταυρονικήτα.
Έφυγε δέ άπ' αύτή, διότι τότε ήταν
Ιδιόρρυθμη και ή ζωή τών Πατέρων σ’ αύτή δεν ήτανε εκείνη πού είχε ό πατήρ
Φιλάρετος στό μυαλό του. ’Έφυγε λοιπόν απ’ αύτήν για να βρει περισσότερη ήσυχία
και ψυχική γαλήνη, για να έπιτύχει τήν ολοκληρωτική ηρεμία τού νοϋ και να
έπιδοθεί σ’ αύτό πού έπιθυμοϋσε ή ψυχή του, τή νοερά προσευχή. Έφυγε λοιπόν
στήν έρημο, πήγε στά Καρούλια κι έ'μεινε σε μία απομονωμένη Καλύβη.
Είχε καλή κοσμική μόρφωση, γιατί στήν
Καλογερική ήρθε σέ μεγάλη ήλικία. οπότε με επίγνωση προτίμησε τόν μοναχικό από
τον έγγαμο βίο, που έχει πολλές φροντίδες καί μέριμνες καί πολλές φορές
άπομακρύνει άπό τόν Θεό.
Ήταν εγκρατής, λιγόλογος καί σοβαρός,
άδιαλείπτως προσευχόταν καί συνεχώς μελετούσε τήν Αγία Γραφή, τά πατερικά συγγράμματα
καί τά θεία θεωρήματα τής ζωής τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Νύχταμέρα
άναλογιζόταν τό μέγεθος τής άγάπης τού Θεού καί Πατρός προς τόν αποστάτη καί
αχάριστο άνθρωπο, ώστε γιά χάρη του νά θυσιάσει τόν Μονογενή Υίόν Του. ό Όποίος
πρόθυμα δέχθηκε νά κάνει τή θυσία αύτή, μέ τήν ένσαρκη θεία οικονομία Αύτού,
γιά νά λυτρώσει τό άνθρώπινο γένος άπό τή σκλαβιά τής αμαρτίας. "Εφερνε
μπροστά του σέ ζωντανή εικόνα, τήν άκρα συγκατάβαση, τήν άκρα ταπείνωση, τά
φρικτά πάθη, τούς όνειδισμοός καί τά άνείπωτα τρομερά μαρτύρια, πού. ώς
άνθρωπος τέλειος, έπαθε ό Μονογενής Τίός καί Λόγος τού Θεού, καί τήν άγάπη που
έδειξε, δείχνει καί θά δείχνει πρός τόν αχάριστο, κακούργο καί έγκληματία
άνθρωπο. Θαύμαζε μέσα του τή μεγαλοπρέπεια, τή δόξα, τή χαρά καί τήν ειρήνη τού
νού. πού έμφύσησε ό Κύριος ήμών Ιησούς Χριστός μέσα στήν καρδιά τού ανθρώπου,
μετά τήν ένδοξη τριήμερη Ανάστασή Του, όταν έμφανίστηκε στούς μαθητές καί
άγιους άποστόλους Του καί είπε «ειρήνη ύμΐν, ειρήνην τήν έμήν δίδωμι ύμϊν»
(Ίωαν. ιδ' 27) καί «λάβετε πνεύμα Άγιον, άν τινων άφήτε τάς αμαρτίας άφίενται
αύτοϊς, άν τινων κρατήτε. κεκράτηνται» (Ίωαν. κ' 23). "Ετσι έτοίμασε τήν
κατοικία τού τελεταρχικού, καθαρτικού καί άγιαστικού Παρακλήτου. τού Παναγίου
Πνεύματος καί Θεού τών όλων, όπως ό ίδιος είπε: «Ό δέ Παράκλητος, τό Πνεύμα τό
Άγιον ό πέμψει ό Πατήρ έν τώ όνόματί μου, έκείνος ύμάς διδάξει πάντα καί
ύπομνήσει ύμάς πάντα ά είπον ύμϊν» (Ίωαν. ιδ' 28).
Μέ τή μελέτη καί αδολεσχία αύτή, που καθ’ όλο
το εικοσιτετράωρο είχεν ό Φιλάρετος, θεωρούσε του άνθρωπο σαν ιδανική κατοικία
τού Πανάγαθου Τρισηλίου και Τρισυποστάτου Θεού, τού Πατρός, τού Υιού και τού
Αγίου Πνεύματος, όπως αναφέρει ό ίδιος ό Θεός στην Αγία Γραφή: «Έάν τις άγαπά
με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ό πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, καί προς αυτόν
έλευσόμεθα καί μονήν παρ’ αύτώ ποιήσομεν» (Ίωάν, ιδ' 23).
Άπ’ αύτά και άλλα πνευματικά θεωρήματα
θερμαινόταν ή καρδιά του. άναβε ή φλόγα τού θείου έρωτα και δινόταν ολόψυχα στή
νοερά προσευχή καί ώς αποτέλεσμα πλημμύριζε ή καρδιά του από αγάπη πρός όλους
τους αδελφούς, πρός όλους τους ανθρώπους, πρός όλον τόν κόσμο, ορατό καί
αόρατο. Άπό τα αισθήματα αύτά κινούμενος, γιά νά ικανοποιήσει καί αισθητά, μέ
τήν πράξη, καί νά βοηθήσει τούς συνασκητές του, φύτευε σε κάτι ξεροπέζουλα
πατάτες, οί όποίες , άπό τήν έλλειψη τού νερού, γίνονταν μικρές καί καχεκτικές
μέν, άλλά πολύ νόστιμες καί γευστικές. Τίς πρόσφερε όλες στούς γύρω του άσκητές
καί ερημίτες, λέγοντάς τους ότι έκείνη τή χρονιά ό Θεός τίς εύλόγησε καί έγιναν
πολλές, οπότε δεν μπορούσε νά τίς φάει μόνος του, ένώ γιά τόν εαυτό του δέν
κρατούσε ούτε μία. "Ηθελε άπό τούς κόπους του νά τρώνε οί άλλοι, γιά νάχει
κι αύτός μισθό, μιμούμενος τόν Απόστολο Παύλο, πού έλεγε: «Άύτοί γινώσκετε ότι
ταϊς χρείαις μου καί τοΐς ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αί χείρες αυται... ότι οϋτω
κοπιώντες δει άντιλαμβάνεσθαι τών άσθενούντων... μακάριόν έστι μάλλον διδόναι ή
λαμβάνειν» (Πράξ. κ' 34, 35). Τό ίδιο έκανε καί μέ τά λάχανα, τά ραδίκια καί τά
μαρούλια πού φύτευε καί όσα άπ’ αύτά γίνονταν, τά μοίραζε όλα στούς πατέρες, ένώ
ό ίδιος έτρωγε τά πιο τραχιά χόρτα, πού τά έβραζε, τά άνακάτευε μέ πίτουρα κι
αυτό άποτελούσε τήν ιδανική Γι’ αύτόν τροφή. Γιά νά τιμωρεί τόν έαυτό του δέν
φορούσε ποτέ παπούτσια ή άλλα υποδήματα, άλλά στά άνώμαλα καί κακοτράχαλα
εκείνα μέρη τού Αγίου Όρους περπατούσε μέ γυμνά πόδια, τελείως ανυπόδητος. Τά
δέ πόδια του. άπό τά πολλά κτυπήματα στις πέτρες καί τήν άφόρητη ζέστη, πού
κάνει στά μέρη αύτά τό καλοκαίρι, είχαν σκληρυνθεί κι είχαν γίνει σάν τό
όστρακο τής χελώνας.
’Έτσι γύριζε σ’ όλους τούς ερημίτες,
μοίραζε τά λάχανα, τίς πατάτες καί τό παξιμάδι πού τού έστελναν άπό τά
πλησιέστερα μοναστήρια κι έλεγε: «Πάρτε, πατέρες καί αδελφοί, φάτε άπό τήν
ευλογία καί τά δώρα που μας έδωκε φέτος ό Θεός». Πολλές φορές, για νά νομίσουν
πώς δεν είναι σχά καλά του. έλεγε πολλά καί ασυνάρτητα πράγματα. Κι αύτό τό
έκανε μέ τέτοια φυσικότητα, που πολλοί τόν περνούσαν για τρελό ή χαζό! Αύτός
πάλι χαιρόταν καί αισθανόταν μεγάλη ικανοποίηση που πολλοί αδελφοί είχαν
πιστέψει πώς ήταν πράγματι παράφρων. Ώς άποτέλεσμα, πολλοί τόν κορόιδευαν. τόν
περιφρονούσαν ή καί τόν έβριζαν ακόμη. Άλλοι πάλι τόν δοκίμαζαν νά δουν μέ ποιό
σκοπό κάνει όλα αυτά τά πράγματα. Έτσι, μιά μέρα ό Γέροντας τών Δανιηλαίων
μοναχός Γερόντιος, ένας άπό τούς πιο πρακτικούς καί πεπειραμένους μοναχούς,
καλός άγιογράφος καί άριστος μουσικός καί ψάλτης, μέ πολλή σοβαρότητα είπε στόν
γερο-Φιλάρετο: «Αδελφέ Φιλάρετε, συγχώρεσέ με, άλλά είσαι υποκριτής καί
ψεύστης, γυρίζεις ξυπόλυτος καί μάς κάνεις τόν άγιο. Θέλεις μέ τόν τρόπο αύτό
νά εντυπωσιάζεις τούς άνθρώπους, γιά νά πιστεύουν καί νά σέ εγκωμιάζουν πώς
είσαι τάχα άγιος άνθρωπος. Καί συ πιστεύεις στά έγκώμιά τους, φουσκώνεις καί
γεμίζεις άπό υπερηφάνεια καί κενοδοξία. Ταλαίπωρε, δέν ξέρεις πώς θά κολασθείς
που κάνεις αύτά τά πράγματα καί σκανδαλίζεις τους αδελφούς;».
Αύτά τά είπε ό γερο-Γερόντιος μπροστά στόν
μοναχό Δανιήλ τόν νεώτερο. ό όποίος μού είπε διαβεβαιώνοντάς με πώς είδε τόν
γερο-Φιλάρετο αμέσως μετά νά μετανοεί καί νά ζητά συγχώρεση. Καί άφού πίστεψε
ότι σκανδαλίστηκε ό γερο-Γερόντιος, τού λοιπού όταν πήγαινε στο Ησυχαστήριο τών
Δανιηλαίων φορούσε κάτι παλιά καί πολύ μεγάλα παπούτσια, τά όποια είχε πάντα
στό ντορβά του κι όταν πλησίαζε στό σπίτι τά έβαζε στά πόδια του, γιά νά μή
σκανδαλίζει τούς άδελφούς.
Τό τακτικό φαγητό του ήταν φραγκόσυκα, πού
στήν περιοχή τών Καρουλιών βρίσκονται πολλά, διότι φαίνεται ότι άπό τά πολύ
παλιά χρόνια τά έχουν φυτέψει κι έχουν πολλαπλασιαστεί τόσο, πού έχουν γεμίσει
τά βράχια. Τά φραγκόσυκα λοιπόν, φρέσκα ή ξερά, τά έτριβε όπως είναι μέ τ’
άγκάθια...!, τά άνακάτευε μέ πίτουρα καί τά έτρωγε, άλλοτε ώμά κι άλλοτε
ψημένα.
Είχε πολλή εύλάβεια στήν Παναγία Θεοτόκο,
κι όταν πρόφερε τό όνομά Της, τά μάτια του τρέχανε σάν βρύσες τά δάκρυα. Όταν
άκουγε ψαλμωδίες καί μάλιστα τό «Αξιόν έστιν», έκλαιγε καί ή καρδιά του γέμιζε
χαρά καί εύφροσύνη.
Σκάλα τών αρετών νά γίνει ή ζωή
σου.θεμελιωμένη στο Σταυρό.
Μία μέρα ό π. Δανιήλ ρώτησε τον
γερο-Φιλάρετο: «Πατέρα Φιλάρετε, πολύ καιρό έχω πού σε παρακολουθώ και βλέπω
πώς όταν ψάλλουμε, αντί νά χαίρεσαι, όπως όλοι μας. έσύ κλαϊς. Γιατί; Τί είναι
έκείνο πού σε κάνει καί κλαϊς; Αυτός τότε μέ δισταγμό είπε: «Πάτερ Δανιήλ, όταν
άκούω νά ψάλλουν οί αδελφοί, μεταφέρεται ό λογισμός μου άπό τά γήινα στά
ούράνια καί μοϋ φαίνεται πώς άκούω τούς Αγγέλους τού Θεού νά ψάλλουν. Τότε
ευφραίνεται τόσο ή ψυχή μου,
πού άπό τή χαρά μου τά μάτια μου γεμίζουν
δάκρυα. "Αλλοτε πάλι, αισθανόμενος την άμαρτωλότητά μου, κλαίω καί δέν
μπορώ κι εγώ νά ψάλλω μέ τούς έπίγειους αυτούς Αγγέλους τού Θεού. Καί τότε
τρέχουν τά δάκρυά μου περισσότερο, γιατί λογίζομαι πώς. αν δέν μπορώ νά
συμψάλλω μέ τούς αδελφούς αυτούς έδώ στή γη, τότε πώς θά αξιωθώ κι έγώ νά
δοξολογώ καί νά ψάλλω τό όνομα Κυρίου τού Θεού μας, μαζί μέ τά ουράνια Τάγματα
τών Αγγέλων, δοξολογώντας καί υμνώντας τύν Κύριο έγώ ό άνάξιος καί αμαρτωλός;
Καί απ’ αυτές όλες τίς σκέψεις μου, αδελφέ, τρέχουν τά μάτια μου δάκρυα χαράς
καί λύπης μαζί κι αρχίζω μέσα μου νά δοξολογώ τό πάντιμο, πανάγιο καί
μεγαλοπρεπές Όνομα Κυρίου τού Θεού μας».
Προς τήν δύση τού βίου του
"Εχοντας περάσει τά ογδόντα του
χρόνια καί μετά άπό σκληρή άσκηση ό γερο-Φιλάρετος άδυνάτισε στό σώμα, αλλά
στην ψυχή, τό φρόνημα καί την προθυμία πνευματικής ζωής δυνάμωνε καί θέριευε
περισσότερο καί, όπως λέγει ό άπόστολος Παύλος: «Άλλ' εί καί ό έξω ήμών
άνθρωπος διαφθείρεται, άλλ’ ό έσωθεν άνακαινοϋται ήμέρα καί ημέρα» καί «οϊδαμεν
γάρ ότι έάν ή έπίγειος ήμών οικία τού σκήνους καταλυθή, οικοδομήν έκ Θεού
έχομεν. οικίαν αχειροποίητον εν τοϊς οϋρανοϊς» (Β' Κορ. δ' 16 καί ε' 1) καί «τό
μέν πνεύμα πρόθυμον, ή δέ σάρξ ασθενής» (Ματθ. κστ' 41).
Διαισθανόμενος καί ό γερο-Φιλάρετος ότι ό
καιρός τής έκδημίας του πλησίαζε, παρεκάλεσε τον Γέροντα τών αδελφών
Δανιηλαίων, Γερόντιο μοναχό, νά δώσει άδεια καί εύλογία στά καλογέρια Δανιήλ
καί Ακάκιο, νά πάνε στήν έρημική Καλύβη του, γιά νά ψάλουν πρός δόξαν Θεού
διαφόρους έκκλησιαστικούς ύμνους.
Ό γέρων Γερόντιος, έπειδή γνώριζε τήν
πνευματική κατάσταση τού π. Φιλαρέτου, έδωκε ευλογία καί ατούς δύο αύτούς
καλλίφωνους ψάλτες πού αγαπούσαν καί ευλαβούντο τόν γέροντα Φιλάρετο καί μέ
προθυμία πολλή καί εύλάβεια πήγαν στήν Καλύβη τού γέροντα Φιλάρετου στά
Καρούλια, έψαλαν μέ κατάνυξη τό «Παναγία Δέσποινα...». τό «Μή καταπιστεύσης
με...», «Τούς τού Άθω Πατέρας...» καί άλλους ώραίους Αθωνικούς ύμνους, καί
πήραν καί τήν εύχή του.
Στά μάτια τού γερο-Φιλάρετου σάν δυό
βρύσες τρέχανε τά δάκρυα άπό τή χαρά του. Δόξαζε μεγαλόφωνα τόν Θεό.
ευχαριστούσε τήν
Παναγία μητέρα ταΰ Χριστού και Θεοτόκο
Μαρία και γονατίζοντας έ'καμε θερμή προσευχή στον Δεσπότη Χριστό: «Νά φυλάξεις.
Θεέ μου, αυτά τα αγγελούδια τής έρημου, τή συνοδεία των αδελφών Δανιηλαίων. Καί
νά σκεπάζεις, σέ παρακαλώ. Χριστέ μου, όλα τά Καλογέρια. πού γιά τήν άγάπη σου,
άπό θείο έρωτα, άφήκαν τον κόσμο και τά εγκόσμια, μίσησαν τά ψεύτικα άγαθά τής
γής καί ζητούν νά απολαύσουν έκείνα τά έπηγγελμένα άγαθά τής μελλούσης ζωής τά
αιώνια, γιά τά όποια, με τό στόμα τού άποστόλου Σου Παύλου, μάς είπες πώς: «Ά
οφθαλμός ούκ είδε καί ους ούκ ήκουσε καί έπί καρδίαν ανθρώπου ούκ άνέβη, α
ήτοίμασεν ό Θεός τοίς άγαπώσιν αυτόν» (Α' Κορ. β' 9). Αύτά τά Καλογέρια, πού με
τή δύναμη καί χάρη σου ήρθαν έδώ στον ιερό αύτόν τόπο, τό Άγιον Όρος, σκέπασέ
τα άπό τις πλάνες καί τις παγίδες τού σατανά, άλλά καί όλους εκείνους ποϋ
ζήτησαν καταφύγιο στο λιμάνι αύτό ποϋ λέγεται «Περιβόλι τής Παναγίας». Χάρισε
νήψη στο νού. καθαρότητα καί αγνότητα στήν καρδιά καί ψυχική σωτηρία σ’ αύτούς
καθώς καί σ’ όλο τον κόσμο. Σέ ευχαριστώ. Θεέ μου».
Διδαχές
Άφοϋ τελείωσε τή θερμή προσευχή του,
άρχισε νά κάνει διδαχή με θείες θεωρίες, μέ υποθήκες άρετής καί μέ θεία
επιτεύγματα. Δηλαδή μάς είπε πώς καί μέ ποιόν τρόπο μποροϋμε νά άρχίσομε τή
νοερά προσευχή, μέ ποιόν τρόπο νά άποφεόγομε τις πλάνες τού διαβόλου, ό οποίος
μέ τέχνη σπέρνει τά ζιζάνια τού έγωισμοϋ καί τής υπερηφάνειας στο μυαλό καί
στήν καρδιά εκείνων που θέλουν νά αγωνιστούν καί νά προκόψουν στή θεία αυτή αρετή
καί νά μποϋν στον πνευματικό άγώνα. καί ότι αυτοί θά πρέπει νά παλέψουν στήθος
μέ στήθος μέ τόν διάβολο. Θά συναντήσουν, μάς είπε, πολλές δυσκολίες, άλλά δέν
πρέπει νά δειλιάσουν. Πρέπει μέ ταπείνωση νά έπιμείνουν καί νά λένε διαρκώς τήν
ευχή «Κύριε Ίησοϋ Χριστέ. Υίέ τού Θεού, έλέησόν με».
«Άλλά», συνέχισε, «παιδιά μου, προσέξτε
αύτό ποϋ θά σάς είπώ: «Τήν προσευχή αύτή νά τή λέτε ολόκληρη καί όχι όπως
συνηθίζουν μερικοί καί τήν κόβουν, δήθεν γιά συντομία, καί λένε τή μισή. Αύτό
είναι πλάνη καί απαράδεκτο άπό τούς άγιους Πατέρες, διότι μέ τό νά παραλείπομε
τό «ϊίέ τού Θεού» άφαιροϋμε τή θεολογική έννοια τής προσευχής αυτής, ή όποια
είναι μέν άπλή, άλλά είναι θεολογική και συμπεριλαμβάνει όλόκληρο τό Μυστήριο
τής ένσάρκου οικονομίας τού ϊίού καί Λόγου τού Θεοϋ, όπως λέγει κι ό άγιος
Νικόδημος ό Αγιορείτης. Καί πρέπει να ξέρετε πώς από το σημείο αύτό αρχίζει ή
πλάνη τού διαβόλου στους άγωνιζομένους να άποκτήσουν τη θεία καί ουράνια αύτή
προσευχή, που πρέπει να γίνει ένα μέ την αναπνοή μας. Κι όταν συνηθίσομε να την
λέμε σωστά άπό τήν άρχή, τότε ό νους μας θά καθαρίσει άπό κάθε γήινη κηλίδα.
Εύκολα τότε θά μπαίνει ό νους μας στήν καρδιά, ή όποια στην άρχή θά αρχίζει νά
πιέζεται, νά πονεΐ, θά μάς φέρνει δύσπνοια καί στενοχώρια. ’Άν όμως έπιμείνομε
νά λέμε έντονα τήν εύχή, επιμένω ολόκληρη καί όχι τή μισή. τότε θά αρχίσουν νά
υποχωρούν τά πάθη καί οί ανθρώπινες αδυναμίες, που μόνιμα φωλιάζουν στήν καρδιά
μας. Άμα όμως καθαρίσει ή καρδιά, τότε θά ανάψει τό λυχνάρι τού θείου φωτός,
δηλαδή θά αρχίσουν οί ουράνιες έλλάμψεις καί θά στηθεί ό θρόνος τού Θεού. Αφού
γίνουν όλα αυτά κι άλλα πολλά τά όποια μόνοι σας θά βρείτε μέ τήν πράξη, τότε
θά αρχίσουν οί αποκαλύψεις καί τά μυστικά επιτεύγματα τής πνευματικής ζωής πού.
άμα σάς αξιώσει ό Πανάγαθος Θεός, θά δείτε μόνοι σας πλέον, μέ καθοδηγητή τή
θεία χάρη τού Παναγίου Πνεύματος. Τότε θά προχωρήσετε άφοβα στήν προκοπή καί
πρόοδο τής πραγματικής πνευματικής ζωής καί θά σάς άποκαλυφθούν μυστήρια τού
Θεού, τά όποια δέν λέγονται, παρά μόνον νοούνται καί άποκαλύπτονται».
Προφητεία
Αυτά είπε ό Γέροντας καί πολλά άλλα τά
όποια δέν μπορέσαμε νά συγκρατήσομε, γιατί ήταν θεωρήματα μέ πολύ ψηλές έννοιες
που καλάκαλά δέν καταλαβαίναμε, αλλά θαυμάζαμε καί είπαμε μέσα μας: τί
πνευματικός θησαυρός κρύβεται μέσα στό όστράκινο τούτο σκεύος! Όπως λέγει κι ό
άπόστολος Παύλος: «Έχομεν δέ τόν θησαυρόν τούτον τού Αγίου Πνεύματος έν
όστρακίνοις σκεύεσιν...» (Β' Κορ. δ' 7). Κάποια στιγμή μάς είπε: «Καί τώρα,
παιδιά μου, σάς παρακαλώ νά μού ψάλετε τόν «Εθνικό ύμνο» τού Άθωνα. τόν ύμνο
τής Παναγίας μας. τό «Αξιόν έστιν». Όταν τό ψάλαμε κι αύτό, τότε μάς άγκάλιασε,
μάς έδωκε τόν «έν Χριστώ» ασπασμό καί προφητικά μάς είπε: «Αδέλφια μου καί αγγελούδια
τής Παναγίας, δέν πρόκειται νά σάς ξαναϊδώ μέ τά μάτια τού σώματός μου, γιατί
μέ κάλεσε ό Κύριος, μέ την πρεσβεία τής Παναγίας και τών αγιορειτών Πατέρων, να
μέ πάρει στα ουράνια θεία Σκηνώματα».
Κι άφοϋ μάς είπε αύτά. μάς έβγαλε έξω,
μέχρι τήν εξώπορτα της ασκητικής του Καλύβης. και την άλλη μέρα πού πήγαμε νά
τον δούμε καί νά πάρουμε τήν ευχή του. είχε οριστικά αναχωρήσει από τά γήινα.
Τόν βρήκαμε πάνω στό ξύλινο κρεβάτι του, μέ σταυρωμένα τά χέρια και τά μάτια
κλειστά, σαν νά κοιμόταν τόν φυσικό ύπνο, άλλα ή μακαρία του ψυχή είχε πετάξει
στά ουράνια. Μέ τέτοιο όσιακό τέλος κοιμήθηκε τόν ύπνο τών Μακάρων. όπως
«έδίψησε καί έπεπόθησεν ή ψυχή του εις τάς αύλάς τού Κυρίου».
Μετά τό θάνατό του άνακαλύψαμε πώς κάτω
άπό τό ξύλινο κρεβάτι του ό γερο-Φιλάρετος είχε ένα μεγάλο ροζιάρικο κούτσουρο
επάνω στό όποιο κοιμότανε έκεΐνον τόν λίγο Οπνο πού έπέτρεπε στό σώμα του. Τό
κρεβάτι ήταν πάντα στρωμένο καί ή μόνη φορά που ξάπλωσε σ’ αυτό ήταν όταν
πέθανε. Αυτό λέγεται «χαμαικοιτία» καί τυραννία τού σώματος. Τό ξύλο αύτό
κανείς δέν τό είχε δει, γιατί τήν ήμέρα τό είχε κρυμμένο καί σκεπασμένο κάτω
άπό τό κρεβάτι.
Δοκιμασία στό γήρας του
Λίγα χρόνια πριν φύγει άπό τόν κόσμο
τούτο, ένας κακοποιός άνθρωπος έκλεψε ό,τι πολύτιμο είχε ό γερο-Φιλάρετος στήν
Καλύβη του, δηλαδή όλα τά πατερικά βιβλία πού είχε καί μελετούσε. Ή Αστυνομική
Αρχή συνέλαβε τόν κλέφτη μέ τά βιβλία στή Θεσσαλονίκη.
Ό κλέφτης, γιά νά δικαιολογηθεί στήν
Αστυνομία, είπε πώς αγόρασε τά βιβλία άπό τόν γερο-Φιλάρετο, πού μένει στά
Καρούλια. Ή Αστυνομική Αρχή αύτεπάγγελτα κατήγγειλε τόν γερο-Φιλάρετο γιά
άρχαιοκαπηλία, πώς πούλησε τά βιβλία πού είχαν άρχαιολογική άξια καί θεωρούνται
κειμήλια. Ήρθαν οί κλήσεις κι ό γερο-Φιλάρετος έπρεπε νά παρουσιαστεί σάν
κατηγορούμενος στό δικαστήριο. Οί άδελφοί Δανιηλαϊοι έμαθαν τό λυπηρό αύτό
γεγονός καί φρόντισαν άμέσως νά τόν ντύσουν μέ κάπως εύπρεπή ρούχα, νά τού
βγάλουν τά κουρελιασμένα, μπαλωμένα, άλλά πεντακάθαρα ρούχα πού φορούσε ό
γερο-Φιλάρετος. Τέλος, ένας άπό τήν αδελφότητα τόν συνόδευσε μέχρι τό
δικαστήριο στή Θεσσαλονίκη. Εκεί παρουσιάστηκε στό δικαστήριο, χωρίς δικηγόρο.
Ό κακοποιός διέθετε κάποιον πολύ δυνατό
δικηγόρο, ό όποίος μέ ένα φοβερό κατηγορητήριο έπεισε τους δικαστές νά πάνε μέ
το μέρος τού κακοποιού. Δυστυχώς, πολλές φορές πλανάται ή ανθρώπινη δικαιοσύνη
και πείθεται στό κακό και πολύ δύσκολα παραδέχεται τό καλό άπονέμοντας
δικαιοσύνη, Γι’ αύτό έχομε πολλές άδικες καταδίκες καί δικαστικές πλάνες.
"Ενας ευσεβής δικηγόρος πού
παρακολουθούσε την υπόθεση και κατάλαβε την απάτη τού κλέφτη καί την ψεύτικη
ρητορεία τού κατηγορούντος δικηγόρου, ό όποίος γνώριζε μέν τήν αλήθεια, άλλα τή
διέστρεφε, άνέλαβε τήν υπεράσπιση τού γέροντα Φιλάρετου, άνευ αμοιβής, καί
άγόρευσε υπέρ τού αγίου, καί ευλαβέστατου Γέροντα, πού ήταν τόσο απλός καί
αγαθός, ώστε, όταν ακούσε τον δικηγόρο του αυτόν να αγορεύει καί να
υπερασπίζεται τό δίκιο του, θαύμαζε καί έ'λεγε: «Πού τα ξέρει όλα αυτά πού λέει
ό εύλογημένος αυτός άνθρωπος; Φαίνεται θά έχει τή χάρη τού Αγίου Πνεύματος, γιά
νά τά λέει τόσο ώραϊα καί μάλιστα όπως ακριβώς έγιναν!»
Όταν ό πρόεδρος τού δικαστηρίου κάλεσε τόν
γερο-Φιλάρετο νά ορκιστεί, τότε αυτός σηκώθηκε από τό έδώλιο τού
κατηγορουμένου, πλησίασε τό ιερό ευαγγέλιο, έκαμε τό σταυρό του τρεις φορές καί
άσπάσθηκε μέ εύλάβεια τό Ευαγγέλιο.
Ό πρόεδρος τότε μέ αύστηρό ύφος είπε στον
Γέροντα ότι πρέπει νά βάλει τό χέρι του επάνω στό Ευαγγέλιο καί νά όρκιστεί. Ό
γερο-Φιλάρετος ρώτησε τόν πρόεδρο τί είναι αύτό τό βιβλίο κι ό πρόεδρος τού
απάντησε ότι αύτό είναι τό Εύαγγέλιο, στό όποιο βάνουν οί πιστοί χριστιανοί τό
χέρι καί ορκίζονται γιά νά βεβαιώσουν πώς λένε τήν άλήθεια.
Ό γερο-Φιλάρετος είπε στόν κ. πρόεδρο: «Άν
αύτό. όπως λέτε, είναι τό ιερό Εύαγγέλιο, τότε σάς παρακαλώ νά ανοίξετε τό ε'
κεφάλαιο, παράγραφος λδ' τού κατά Ματθαίον Εύαγγελίου καί θά ίδείτε ότι λέγει
επί λέξει: «Έγώ δέ δηλαδή ό Χριστός λέγω ύμίν μή όμόσαι ολως, μήτε έν τώ
ούρανώ, ότι θρόνος έστί τού Θεού μήτε έν τή γή, ότι ύποπόδιόν έστι τών ποδών
αύτού μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις έστί τού μεγάλου βασιλέως μήτε έν τή
κεφαλή σου όμόσης, ότι ού δύνασαι μίαν
τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι» (Ματθ. ε' 3437). Ό πρόεδρος διέταξε τόν
κλητήρα νά άνοίξει τό Εύαγγέλιο, άλλά όταν τό άνοιξε διαπιστώθηκε ότι έλειπε
όλο έκεΐνο τό φύλλο πού είχε τήν περικοπή αύτή τής διδασκαλίας τού Κυρίου πού
άναφέρεται στόν όρκο καί τότε μέ θάρρος ό γέροΦιλάρετος είπε στόν πρόεδρο:
«Κύριε πρόεδρε, με τή χάρη τού Θεοϋ προσπαθούμε νά φυλάμε αύτά πού ορίζει τό
ιερό Ευαγγέλιο τού Δεσπότου Χριστού, σάν γνήσιοι χριστιανοί. Καί έφ’ όσον ό
ίδιος ό Χριστός μάς λέγει νά μήν όρκιζόμαστε. πώς έμείς νά παραβούμε τού Θεού
την εντολή, γιά νά φυλάξομε «τά έντάλματα των ανθρώπων» (Ματθ. ιε' 9), τις
δικές σας εντολές, που ορίζουν νά ορκίζονται οί άνθρωποι πού ισχυρίζονται πώς
είναι πιστοί χριστιανοί, παρόλο πού καταπατούν καί άθετούν τήν έντολή Του αύτή;
Λυπούμαι, κ. πρόεδρε, πού όνομάζεστε χριστιανοί, άλλά δεν φυλάττετε τις εντολές
τού Χριστού».
Ό πρόεδρος καί οί δικαστές θίχτηκαν από τά
καυτερά λόγια τής αλήθειας πού έξεστόμισε ό γερο-Φιλάρετος καί γιά τήν άρνηση
τού όρκου τόν καταδίκασαν σέ 9 μήνες φυλάκιση.
Ό Γέρων δέχθηκε μέ χαρά τήν καταδικαστική
απόφαση καί ήταν έτοιμος νά πάει στή φυλακή, άλλά οί παρευρισκόμενοι στο
δικαστήριο ακροατές, άγανακτισμένοι γιά τήν άδικη αύτή κρίση τού δικαστηρίου.
πού δέν θέλησε νά τιμωρήσει τόν κλέφτη, άλλά καταδίκασε αδίκως τόν όσιώτατο
Γέροντα, έκαναν άμέσως έρανο μεταξύ τους, πλήρωσαν τό δικαστήριο καί γύρισε ό
Γέρων, άδικημένος μέν, άπό τήν ανθρώπινη δικαιοσύνη, νικητής δέ καί τροπαιούχος
καί ύπέρμαχος τής αλήθειας στήν άσκητική του Καλύβη, στά Καρούλια.
Όταν ήρθε στά Καρούλια, λέγει ό πατήρ
Δανιήλ, τόν ρωτήσαμε: «Πώς τά πέρασες. Γέροντα, στή Θεσσαλονίκη; Πώς είδες τόν
κόσμο; Τί έγινε μέ τό δικαστήριο;».
Ό γερο-Φιλάρετος. μέ χαρούμενο πρόσωπο καί
μέ τό χαμόγελο στά χείλη, όμως, είπε: «Αδελφοί μου, όλος ό κόσμος τρέχει καί
προσπαθεί γιά τή σωτηρία του, έκτος άπό μένα τόν άμαρτωλό». Δέν είπε τίποτε
άλλο καί κλείστηκε στον έαυτό του.
Οι άρετές του
Γιά τόν πνευματικό αγωνιστή καί έρημίτη
τών ησυχαστικών Κελλιών τών Καρουλίων. γερο-Φιλάρετο, θά άναφέρουμε
συμπληρωματικά ένα θαύμα πού ένήργησε ή θεία πρόνοια, γιά νά βγάλει τόν έργάτη
τής αρετής άπό κάθε σκέψη καί φροντίδα υλικών πραγμάτων, τά όποια είναι πάντοτε
έμπόδιο στήν πρόοδο καί τήν είσοδό μας στήν πνευματική ζωή καί μάλιστα
αποτελούν τό μεγαλύτερο έμπόδιο στήν απόκτηση τής συνεχούς καί αδιάλειπτης
νοεράς προσευχής.
Γιά νά ελευθερώσει λοιπόν ό Πανάγαθος τήν
καρδιά τού γερο-Φιλάρετου από περιττή φροντίδα καί νά γίνει σ' έμάς ένα μάθημα
σύμφωνα μέ τό όποιο θά πρέπει νά έχουμε πίστη καί έλπίδα στον Θεό καί αγάπη καί
σεβασμό στους συνανθρώπους μας, συνέβη τό ακόλουθο γεγονός:
Κατά τό έτος 1935 ό γερο-Φιλάρετος είχε
απόλυτη ανάγκη γιά διακόσιες δραχμές. Τούτο είχε άπασχολήσει πολύ τή σκέψη καί
την καρδιά τού Γέροντος. τόν όποίον είδε μία μέρα ό ύμνογράφος π. Γεράσιμος
Μακραγιαννανίτης νά περνάει άπό τήν Καλύβη του «Τίμιος Πρόδρομος». Τόν είδε
όμως πολό στενοχωρημένο καί γι’ αυτό τόν ρώτησε τί τόν απασχολεί.
Ό γερο-Φιλάρετος άνέφερε στόν π. Γεράσιμο
τό θέμα ποό τόν βασάνιζε καί ό πατήρ Γεράσιμος τού έδωσε τις διακόσιες δραχμές
λέγοντάς του: «Σεβαστέ γερο-Φιλάρετε, πάρε τά χρήματα αυτά ποό θέλεις καί δέν
χρειάζεται νά μού τά επιστρέφεις, αλλά, αν μπορείς, κάνε σέ παρακαλώ καμμιά
προσευχή στόν Πανάγαθο Θεό νά μάς ελεήσει».
Ό γερο-Φιλάρετος πήρε τά χρήματα αύτά καί
αφού εύχαρίστησε τόν π. Γ εράσιμο, πήγε νά δώσει τις διακόσιες δραχμές έκεί που
τις χρωστούσε.
Τήν άλλη μέρα ό γερο-Φιλάρετος πήγαινε
στήν Σκήτη τής Αγίας Άννης. Στό δρόμο, κατά τή συνήθεια τών μοναχών, έλεγε
συνεχώς τήν εύχή «Κύριε Ίησού Χριστέ, ϊίέ τού Θεοϋ. έλέησόν με καί έλέησον τόν
κόσμον Σου». Εκεί που βάδιζε βλέπει κάτω τέσσερα χαρτιά απλωμένα τό ένα κοντά
στό άλλο. Τά πήρε στά χέρια του. τά περιεργάστηκε καί τού έκαναν εντύπωση,
γιατί δέν έμοιαζαν μέ τ’ άλλα χαρτιά.
Γύρισε πίσω, στό Ησυχαστήριο τού πατρός
Γερασίμου στή Μικρή Αγία Άννα, τού έδειξε τά χαρτιά ποό είχε βρει καί τόν
ρώτησε μέ τήν άπλότητα ποό τόν διέκρινε: «Τί χαρτιά είναι αύτά, π. Γεράσιμε; Τά
βρήκα λίγο πιό κάτω, πηγαίνοντας στήν Αγιάννα. Ήταν κάτω, άπλωμένα στό δρόμο!».
Ο π. Γεράσιμος τού είπε: «Γέροντα, αύτά
είναι τέσσερα πενηντάδραχμα, σοϋ τά έστειλε ό Θεός γιά τις άνάγκες σου».
Πράγματι, όπως μοϋ είπε ό π. Γεράσιμος. ήταν τέσσερα καινούργια καί τελείως
άμεταχείριστα πενηντάδραχμα. «Θέλω, σεβαστέ μου Γέροντα», πρόσθεσε ό π.
Γεράσιμος στόν γερο-Φιλάρετο, «νά μού πεις τί έλεγες, τί σκεφτόσουνα, όταν
πήγαινες στήν Αγιάννα» Ό γερο-Φιλάρετος είπε: «Τί άλλο, π. Γεράσιμε, νά έλεγα
έκτος από την ευχή; Τό «Κύριε Ιησού Χριστέ...» έλεγα, άλλα κάπου κάπου έφευγε ό
λογισμός μου και πήγαινε στις διακόσιες δραχμές που μοϋ έδωσες και σκεφτόμουν
πώς θά στις ξεχρεώσω. Κι έκεί πού τά σκεφτόμουν αύτά, βλέπω στη γή αύτά τά
χαρτιά. Πάρτα. σέ παρακαλώ, νά λευτερωθεί τό μυαλό μου από αυτή τή σκέψη και τό
χρέος».
Ό πατήρ Γεράσιμος θαύμασε τή θεία Πρόνοια,
δόξασε τον Πανάγαθο Θεό καί παρακάλεσε τον γέροντα Φιλάρετο νά κρατήσει τά
χρήματα πού τού έστειλε ό Θεός καί νά παρακαλεί τόν Κύριο γιά τή σωτηρία τής
ψυχής του.
ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Ησυχαστήρια τής παλιάς Σκήτης
Τή Σκήτη αυτή, όπως θά δούμε στη συνέχεια
τού άνά χείρας βιβλίου, συνέστησαν άναχωρητές τής πολύ παλιάς Σκήτης τού Αγίου
Βασιλείου, που κατάγονταν άπό την πατρίδα τού Αγίου, την Καισαρεία. Τελευταία,
όταν μέναμε στα Κελλιά τής Κερασιάς, γνωρίσαμε στα Ησυχαστήρια τών Καρουλίων,
των Κατουνακίων καί τού Αγίου Βασιλείου πατέρες μέ αγωνιστικό πνεϋμα.
εγκρατείς, ταπεινούς, άσκητικώτατους, μέ τέλεια αυταπάρνηση καί προσήλωση στη
μελέτη τής Αγίας Γραφής, καί τών Πατερικών συγγραμμάτων καί μέ κύριο μέλημα τής
ζωής τους πώς να καθαρίσουν τό περιβόλι τής καρδιάς τους από τους πονηρούς καί
άκάθαρτους λογισμούς. Καί όταν μέ τή βοήθεια τού Θεού κατόρθωναν να απαλλαγούν
από τις ανθρώπινες αδυναμίες, τότε πολλοί έξ αυτών προχωρούσαν στην πνευματική
προκοπή καί πρόοδο, στή νοερά προσευχή, από τήν οποία έ'φθαναν σέ ανώτερα μέτρα
αρετής καί θείου φωτισμοϋ.
Έφραίμ ό ταλαίπωρος Έφραίμ ό Σύρος
Στήν πνευματική μας πορεία στο επάνω μέρος
τών Κατουνακίων γνωρίσαμε ένάρετους ησυχαστές καί ερημίτες, όπως τον ταπεινό
μοναχό Έφραίμ τον ταλαίπωρο. Αύτός ό ευλογημένος καταγόταν άπό τά χωριά τής
Θεσσαλίας καί ήρθε μεγάλος στήν καλογερική, αλλά είχε καλλιεργημένη χριστιανική
συνείδηση καί πολύ καλή προαίρεση, διότι έτρεχε στά μοναστήρια κι ό,τι
ελεημοσύνες καί βοηθήματα τού έδιναν, παξιμάδι, ρύζι, ζάχαρη καί κηπουρικά
είδη, τά πήγαινε ως τροφοδοσία σέ όλους
τους άλλους έρημϊτες που ήταν άρρωστοι ή γερο-ντάκια καί ανάπηροι.
Βοηθούσε όλους άδιακρίτως. με πραγματική
χριστιανική αδελφική αγάπη.
Ό μοναχός αυτός συνήθιζε νά έλεεινολογεΐ
τον εαυτό του κι όταν τόν ρωτούσαν «Τί κάνεις, πάτερ Έφραίμ; Πώς πάει ή
πνευματική προκοπή; Σημειώνουμε πρόοδο ή μένουμε στάσιμοι στις εξετάσεις τής
Καλογερικής;» αύτός στερεότυπα απαντούσε: «Τί νά κάνω ό ταλαίπωρος; Μόνο
αμαρτίες κάνω, πατέρες». Καί έπειδή έδινε πάντα τήνΐδια απάντηση, ό Γέροντάς
μου, ό όποίος τόν αγαπούσε, όπως καί κάθε αδελφό άγωνιζόμενο. για νά τόν
δοκιμάσει αν άπό πραγματική ταπείνωση τό λέγει αυτό ή άπό άπλή συνήθεια, όταν
μιά μέρα σέ κάποια έορταστική εκδήλωση, μετά άπό τή Θεία Λειτουργία, ήταν όλοι
οί πατέρες, τριάντα περίπου μοναχοί καί παπάδες, στό αρχονταρίκι γιά τό τυπικό
κέρασμα, στήν είσοδο τής αίθουσας αύτής καθόταν ό πατήρ Έφραίμ διατακτικός ό
Γέροντάς μου τού φώναξε μπροστά σέ όλους : «Έλα, ταλαίπωρε, καί σύ μέσα. Τί
κάθεσαι έξω άπό τήν πόρτα;»· Αύτός ό ευλογημένος μπήκε μέσα, άλλά είχε γίνει
κατακόκκινος άπό ντροπή.
Τήν άλλη μέρα ό π. Έφραίμ ήρθε στό Κελλί
μας στήν Κερασιά, όπου τακτικά μάς επισκεπτόταν,
διότι κι αύτός μάς άγαπούσε καί πολλές φορές συμβουλευόταν τόν Γέροντα σέ
δύσκολα πνευματικά ζητήματα. Τότε ό Γέροντάς μου ρώτησε τόν πατέρα Έφραίμ:
— Αδελφέ,
πώς σού φάνηκε χθές πού σέ φώναξα μπροστά σε όλους «ταλαίπωρο»;
— Τί
νά σού είπώ. σεβαστέ μου γέροντα Ιωακείμ... Αίσθάνθηκα τόση ντροπή καί τέτοια
προσβολή, σάν μέ φώναξες έτσι, πού δάγκασα τή γλώσσα μου. γιά νά μή παραφερθώ
καί έκφραστώ άσχημα. ’Αν δέν σέ αγαπούσα καί σεβόμουν, ασφαλώς θά σ’ έβριζα.
Καί ό γέροντας Ιωακείμ απάντησε:
— Βλέπεις
αδελφέ, πόσο εύκολα είναι κανείς νά βρίζει καί νά έξευτελίζει τόν έαυτό του
μόνος του. άλλά πόσο δύσκολο καί άπαράδεκτο είναι νά σέ βρίζει καί έξευτελίζει
άλλος; Γι’ αύτό, αγαπητέ μου πάτερ Έφραίμ, πρέπει νά είμαστε έτοιμοι καί νά
χαιρόμαστε, όταν μάς ταπεινώνουν οί άλλοι καί μάς βρίζουν, γιατί τότε έχουμε
μισθό, όταν υπομένουμε τά έξευτελιστικά λόγια τών άλλων, αρκεί νά μήν
άνταποκρίνονται αύτά στήν πραγματικότητα καί νά μήν είναι
αλήθεια. Τότε, αν τα ύπομείνουμε για τήν
αγάπη τού Χριστού, θά έχουμε μισθό αιώνιο από τόν μισθαποδότη Δεσπότη Χριστό,
όπως μάς λέγει ό ίδιος στους Μακαρισμούς: «Μακάριοί έστε, όταν όνειδίσωσιν ύμάς
καί διώξωσι καί είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ ύμών ψευδόμενοι ενεκεν εμού»
(Ματθ. ε' 11).
Ό π. Έφραίμ έφυγε άπό τό Κελλί πολύ εύχαριστημένος
γιά τό μάθημα πού οδηγεί τόν μοναχό στην ταπείνωση, τή βάση όλων τών άρετών.
Καί άπό τότε έμεινε νά άποκαλοϋν τόν άδελφό αυτόν «ταλαίπωρο», κι εκείνος τού
λοιπού εύχαριστιόταν νά τό άκούει άπό όλους τούς μοναχούς.
Έτσι διακρίναμε τόν πατέρα Έφραίμ
«ταλαίπωρο», άπό τόν άλλο έπίσης άγαπητό μας εν Χριστώ άδελφό μοναχό Έφραίμ,
τού γέροντα Ιωσήφ Φραγκίσκου άπό τόν Άγιο Βασίλη, τόν όποιο επειδή ήταν άπό τήν
πολλή έγκράτεια άποξηραμένος καί ισχνός στή σάρκα, άλλά δυνατός καί πνευματώδης
στήν ψυχή, τόν άποκαλούσαμε Έφραίμ τόν «Σύρο». Ήταν καί οί δύο εξίσου καλοί καί
ενάρετοι καί έρχονταν τακτικά στό Κελλί μας καί τούς προμηθεύαμε διάφορα
κηπευτικά καί φρούτα.
Καλοί καί ένάρετοι μοναχοί στά Ησυχαστήρια
τού Αγίου Βασιλείου ήταν καί ό γερο-Χερουβείμ, ό γερο-Ίωσήφ καί ό
γερο-παπαΒαρθολομαίος με τήν ευλαβέστατη συνοδεία τους. Όλοι αύτοί άγωνίζονταν
γιά τήν ψυχική σωτηρία καί μέ τή χάρη τού Θεού έγιναν ζωντανά παραδείγματα
άρετής καί πνευματικής προκοπής, μέ σημαντικές προόδους στή νοερά προσευχή καί
άφήκαν οί περισσότεροι διαδόχους πού άκόμη επιδίδονται στήν καλλιέργεια τής
νοεράς καρδιακής προσευχής μέ τό νά λέγουν άκατάπαυστα τήν ιερά ευχή, νά
άσκούνται στή θεοδώρητη ταπείνωση, τήν ύπακοή καί κάθε είδους άρετή.
Εισαγωγή σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία
αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων
έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση,
διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το
αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς
σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου